Η νύφη του Κομμένου
Στο θείο Αλέκο Που τα ’ζησε και τα κουβάλησε
Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ. Οδυσσέας Ελύτης
Η αδερφή μας η Αλεξάνδρα ήταν ένα λευκό και μοβ λουλούδι. Που δεν το χορταίναμε να τ’ αγγίζουμε τα μικρότερα εμείς και να χωνόμαστε στην αγκαλιά του τα βράδια, όταν έστρωνε εκείνη την ψάθα και γέρναμε ν’ ακουμπήσουμε, κουρασμένοι απ’ το παιχνίδι της μέρας και τις έγνοιες των χωραφιών μας και του σπιτιού. Μα ήταν η Αλεξάνδρα μας κι ένα πουλί της αυγής και των άστρων, που πριν φέξει ακόμα ο ήλιος έβγαινε στην αυλή μας, και δάκρυζε η μέρα σαν την έβλεπε ωραία και γλύκαινε απ’ την τόση ομορφιά της.
Γιατί η Αλεξάνδρα, η κοπέλα μας, είχε δυο μάτια βαθιά σαν τη θάλασσα και γαλάζια κι είχε δυο χείλη απαλά και ζεστά σαν τη στάλα των κρίνων και το χάδι της μάνας. Και μες στ’ άσπρα της χέρια γυρεύαμε όλο το ζυμάρι του κόσμου και το μακρινό τής ζωής όνειρο.
Εννιά παιδιά γέννησε η μάνα μου. Πρώτος ήρθεν ο Σπύρος. Κι ύστερα από ένα χρόνο ακούστηκε το δικό της στο δίπατο σπίτι μας κλάμα. Δεκαεννιά χρόνια γένναγε ασταμάτητα η μάνα και μεγάλωνε ο κόσμος μας και γινότανε ο παράδεισός μας απίστευτος. Κι ήταν η Αλεξάνδρα δεύτερη μάνα μας κι αγαπημένη μας και νεράιδα του Αράχθου και φωνή και τραγούδι και γέλιο κρυστάλλινο και βλέμμα που έλαμπε και στις πίσω πλαγιές τ’ ουρανού μας σεργιάναγε.
- Αχ, τι όμορφη που ’σαι, Τσαντούλα μου, της έλεγα κάθε βράδυ που έπεφτε πάνω στα ξέπλεκά της μαλλιά το φεγγάρι κι έκανε το πρόσωπό της να φεύγει και την καρδιά μου να κλαίει απ’ το φόβο μη μας φύγει στ’ αλήθεια κάποια μέρα η κοπέλα μας κι ορφανέψει το σπίτι μας και πεθάνει η αυλή μας.
Γέλαγε και με χάιδευε εκείνη και μετά έφευγε απότομα και κρυβόταν στο περιβόλι μας, πίσω απ’ τα δέντρα, και την έψαχνα εγώ με μια απέραντη θλίψη, δεκάχρονο τότε αγόρι, κι έτρεχα από δέντρο σε δέντρο και της φώναζα με μισή τη φωνή μου: Αλεξάνδρα, Τσαντούλα, κοπέλα μας, κι ύστερα πεταγότανε εκείνη, καθώς στεκόμουν στην αμηχανία μου εγώ, βυθισμένος στον πόνο και την απόγνωση, και μ’ άρπαζε με τα χέρια της και με σήκωνε πάνω και με φίλαγε και στο στήθος της μ’ έσφιγγε και στο στρώμα με πήγαινε και μου ’λεγε τα πιο γλυκά παραμύθια, για να με παίρνει γρήγορα ο ύπνος και να σκεπάζει τους φόβους μου.
- Μου λένε, Τσαντούλα, πως μια μέρα θα παντρευτείς και θα πας σ’ άλλο σπίτι. Και θα σε χάσουμε. Και θα γίνουμε ξένοι. Αλήθεια λένε; τη ρώτησα ένα βράδυ μ’ αγωνία και πίκρα.
- Άμα το ’γραψε, Αλεκάκι μου, η μοίρα, έτσι θα γίνει, μου απάντησε εκείνη.
- Και τι είναι, Τσαντούλα μου, η μοίρα; τη ρώτησα πάλι με μεγαλύτερη τώρα αγωνία.
Με κοίταξε εκείνη στα μάτια βαθιά κι είδα στα μάτια της βουρκωμένη τη θάλασσα.
- Ποιος ξέρει, Αλεκάκι μου, τι να ’ναι η μοίρα; Είναι το γραφτό μας, καθώς λένε, αυτό που μας κάνει ό,τι θέλει. Που ορίζει, λένε, μέχρι πού φτάνει ο δρόμος μας και τι θα βρούμε σ’ αυτόν. Ξέρω κι εγώ, μωρέ Αλεκάκι μου, αναρωτήθηκε και με φίλησε. Μοίρα είναι να γεννιέσαι και να πεθαίνεις, συμπλήρωσεν ύστερα κάπως, σα να μίλαγε με τον εαυτό της.
Δεν κατάλαβα τι ήθελε να μου πει η Αλεξάνδρα η κοπέλα μας. Μπορεί κι αυτή να μην ήξερε και να μην καταλάβαινε.
- Εγώ, όμως, Τσαντούλα μου, δε θέλω να φύγεις, της είπα με πείσμα. Κι αν κάποια μέρα παντρευτείς και μας φύγεις, θα ’ρθω μαζί σου. Και στο θάνατο ακόμα θα ’ρθω, είπα πάλι κι έσφιξα με πόνο τα χείλη μου και με πήραν τα κλάματα κι έκλαιγα κι έκλαιγα με λυγμούς, ώσπου ήρθε και με πήρεν ο ύπνος κι ανακούφισε κάπως την ταραγμένη ψυχή μου.
Ήταν κατοχή τότε κι ήταν όλα γύρω και μέσα μας ταραγμένα. Κι ήταν κρυμμένος παντού ένας φόβος. Κι έμοιαζε να ’ναι η ζωή ένα τίποτα. Κι ένα βήμα ο θάνατος. Κι ήταν το Κομμένο, το μικρό και γλυκό χωριουδάκι μας, στη μπούκα του κανονιού, που κουβάλαγαν οι Γερμανοί και θέριζαν μ’ αυτό τη ζωή και δεν άφηναν όρθιο τίποτα.
- Έλα, Τσαντούλα, εδώ, της είπε μια μέρα του ’43 ο πατέρας.
Κάθισε δίπλα του εκείνη, το κεφάλι σκυφτό, σταυρωμένα τα χέρια, τα μάτια υγρά, σαν κάτι να διάβασε στη γνοιασμένη ψυχή του. Πήραμε μυρουδιά τα μικρά πως σπουδαία πράματα θα της έλεγε εκείνος και καθίσαμε πλάι τους.
- Ήρθαν, ψυχούλα μου, και σε ζήτησαν να σε πάρουν στον Παχυκάλαμο νύφη, συνέχισε σοβαρός ο πατέρας. Πάτησες τώρα τα είκοσι τρία. Καλό σπίτι, περιουσία και χωράφια, δόξα τω θεώ, παλικάρι ο γαμπρός, θα δουλέψετε, θα φάτε ψωμί.
Δάκρυα της ήρθαν εκείνης, δάκρυα μας ήρθαν κι εμάς.
- Σ’ άλλο χωριό, πατερούλη; του παραπονέθηκε με πίκρα και νάζι.
- Να πάρουν, μανούλα μ’, και τ’ άλλα σειρά. Μπήκε στα είκοσι ένα η Αμαλίτσα. Από κοντά η Αύρα, η Αντριάνα, η Μαρία.
Δε μίλησε εκείνη. Τη σιωπή της την έκανε τώρα ο πατέρας ό,τι ήθελε. Κάλεσε κι ήρθαν μετά οι συμπεθέροι, τα κανόνισαν γρήγορα, χρυσοχέρα η νύφη, λεβεντιά ο γαμπρός ο Θεοχάρης, σφίξαν τα χέρια κι όρισαν το δεκαπενταύγουστο να κάνουν το γάμο.
- Είναι μακριά, Τσαντούλα μου, εκεί που θα πας; τη ρώτησα και τη φωνή μου δε γνώριζα.
- Δεν είναι, Αλεκάκι μου, μακριά, αλλά να, είναι το ποτάμι που μας χωρίζει. Αλλιώς μια ώρα δρόμος είναι, με παρηγόρησε εκείνη.
- Μου φαίνεται πως εκείνη την αυγή που θα μας φεύγεις νυφούλα, θα φύγει, Τσαντούλα μου, κι η δική μου η ζωή, της είπα και σείστηκε από πόνο η ψυχή μου. Πώς να ’ταν, κοπέλα μας, να μην ξημερώσει ποτέ αυτή η αυγή…
- Μη μου πικραίνεσαι, αθώο μου αγοράκι, είπε και με πήρε απ’ το χέρι. Έτσι έγραψε η μοίρα μου. Και δε γίνεται να την αλλάξω. Κι η μοίρα η δική σου κάτι έχει γράψει για σένα. Ποιος ξέρει, μωρέ Αλεκάκι, έλα μη βάζεις πάντα το κακό στο μυαλό σου.
Ρουφούσα τις λέξεις της. Τις συλλαβές της. Τα σύμφωνα, τα φωνήεντα. Κάθε μέρα που πέρναγε την έκανε πεντάμορφη την κοπέλα μας. Αχ, μέρες… μέρες…
Τι ήθελε, όμως, να ’ρθει εκείνος ο δεκαπενταύγουστος;
Κι ήρθαν το απόγευμα κι οι συμπεθέροι με το γαμπρό το Θεοχάρη να μας την πάρουν. Γέμισε ξένους και συγγενείς η αυλή μας, άσπρα πουκάμισα και φουστάνια λινά, τραγούδια, κεράσματα και φωνές, να σας ζήσουν, να τους χαίρεστε, του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά ν’ απολάψουν, ντροπαλό το παλικάρι ο γαμπρός, όμορφη, όμορφη μες στις πούλιες, τις χάντρες και τ’ άσπρα νυφικά της μαντήλια και πέπλα η νύφη μας, δεν τη χόρταιναν των συμπεθέρων τα μάτια που δεν ξεκόλλαγαν από πάνω της, έφευγε η κοπέλα μας, μας την έπαιρναν, είχε τώρα το νου και τα μάτια της φευγάτα η Τσαντούλα μας, το πρωί θα την έπαιρναν, ώρες – ώρες δεν άντεχα κι έφευγα και χωνόμουν στο περιβόλι μας και ξέσπαγα σε κλάματα πίσω απ’ τα δέντρα, άλλαξε τα στέφανα ο παπα – Λάμπρος, μας την έπαιρναν την κοπέλα μας, δεν ήταν τώρα δική μας, μα ήταν του Θεοχάρη, μαζεύτηκαν γύρω της οι άλλες κοπέλες, την αγκάλιαζαν και τη φίλαγαν και τραγούδια του γάμου της έλεγαν, όλο εκεί το χωριό μαζεμένο, γέμισαν με ψητά και κρασιά οι σοφράδες, έφερνε γύρω του πατέρα το μάτι, να μη λείψει τίποτε από κανέναν σοφρά, έκλαιγε η μάνα μου και δεν είχε πώς τα δάκρυα να κρύψει, μας την έπαιρναν την Τσαντούλα μας, σ’ άλλο σπίτι θα την έβρισκε τ’ άλλο πρωί, μ’ άλλη μάνα κι άλλον πατέρα τη ζωή της θα πέρναγε, πέρασαν τα μεσάνυχτα κι έρεε το κρασί ασταμάτητο, θα το ξημερώσουμε εδώ, φώναζε παραδομένος στο πιοτό του ο πατέρας, έσπρωχνε μ’ αγωνία ο Θεοχάρης τις ώρες, ακούστηκαν κάποτε τα πρώτα λαλήματα των πετεινών κι άρχισε ν’ αδειάζει η αυλή μας, έμειναν οι συμπεθέροι μονάχα κι οι στενοί συγγενείς, νύσταξε η Αλεξάνδρα μας, τα μάτια της βάραιναν, έπαιρνε να χαράζει, πάρε τη Μαρία, μου ’πε ο πατέρας, και φύγετε να βγάλετε τις γελάδες, φεύγαμε και τους αφήναμε να περιμένουν να φέξει, μα ακούγονταν αμάξια πολλά να πλησιάζουν και καμιόνια γερμανικά φάνηκαν μπροστά στην εκκλησία ν’ αράζουν κι ύστερα πετάχτηκαν απ’ αυτά σιδερένιοι στρατιώτες κι έζωσαν το χωριό και τ’ αφάνιζαν κι έβαζαν στα σπίτια φωτιά και γάζωναν όποιον έβρισκαν μπρος τους, πνίγηκαν οι φωνές στην αυλή μας, πάγωσαν όλα κι ακίνητα στάθηκαν, σήμανε στον αέρα η ώρα μηδέν, συννέφιασε του πατέρα το πρόσωπο, καρφώθηκαν στα σκαμνάκια οι ξένοι, τ’ αδέρφια μου, η μάνα μου, κερί που ’λιωνε ο Θεοχάρης, ήλιος που έσβηνε η Αλεξάνδρα μας, έφτασαν τα πέτρινα πρόσωπα στην αυλή μας με το χάρο αγκαλιά, βρήκε μια δύναμη ο πατέρας και σηκώθηκε να τους κεράσει κρασί, στράφηκαν πάνω του οι κάννες και τον έκαναν σκόνη, μπήκαν μετά τα σίδερα στην αυλή, στάθηκαν πάνω απ’ τη νύφη και το γαμπρό, βέβηλο κι άναντρο χέρι απλώθηκε πάνω στην τόση ομορφιά και την πέταξε πέρα, έστησαν με κραυγές και φοβέρες δίπλα της και τους άλλους και πολλές φορές πυροβόλησαν την καρδιά τους και πέταξαν ύστερα βόμβες στα σπίτια κι έκαψαν ζωντανούς όσους βρέθηκαν εκείνη την ώρα εκεί νυσταγμένοι, φύγανε τα πέτρινα πρόσωπα κι έμεινε ν’ αχνίζει η αυλή μας νεκρή και ν’ απλώνεται πάνω απ’ το νυφικό της κοπέλας μας ο θρήνος κι η οργή των αιώνων που σπαρταρούν στους σταυρούς καρφωμένοι.
Είχε περάσει το μεσημέρι όταν δεν ακουγότανε τίποτα πια στο χωριό. Ένα συντρίμμι η ψυχή μας κι αλλοπαρμένη κραυγή των πυρπολημένων βυθών μας η πετρωμένη σιωπή μας. Χαρακιές και ράμματα μαύρα το πρόσωπο της ματωμένης εκείνης Δευτέρας. Και μια κόκκινη λίμνη η αυλή μας. Σ’ έναν ύπνο δίχως πια ξύπνο πεταμένοι όπως – όπως ο πατέρας, η μάνα, τα εφτά μας αδέρφια και του Σπύρου η γυναίκα. Και στην άκρη η κοπέλα μας, ξαπλωμένη κι ωραία μες στο κόκκινο νυφικό της, έφευγε και πετούσε μακριά, μόνη κι ασύγκριτη, λουλούδι του κάμπου και κόκκινη ρώγα των σταφυλιών του δεκαπενταύγουστου, έφευγε η Αλεξάνδρα μου, πουλί της αυγής, και φτερούγιζε στις πίσω πλαγιές τ’ ουρανού, γονάτισα πλάι της και πήρα τα κρύα της χέρια, ακούμπησα το κεφάλι μου στη σβησμένη καρδιά της, τα χείλη μου στο μαλαματένιο της μέτωπο, έφευγε η Αλεξάνδρα μας στο μεγάλο ταξίδι και σπάραζα εγώ σκυμμένος απάνω της, κι άναβαν μέσα μου μικρές πυρκαγιές και με κλείνανε στην πικρή κι έρμη μοίρα μου και πλαταίνανε οι δρόμοι που περπάταγε εκείνη και χανόταν στα βήματα βυθισμένη της μοίρας της και στα νυφικά της στολίδια, έφευγε παίρνοντας τα τραγούδια μονάχα του γάμου η νυφούλα μας κι αφήνοντάς με μονάχον εμένα στ’ αναφιλητά μου να πνίγομαι και δύναμη πουθενά να μη βρίσκω για να φύγω μαζί της και τη μοίρα της μοίρα μου να ’χω.