Ο ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ
Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά είχα πάθος με τα στιχάκια. Πέντε λέξεις να ’χα, τις έβαζα στη σειρά και τις έκανα στίχο. Αλλά φαίνεται πως ήταν κι η εποχή τέτοια. Γιατί δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που για ψύλλου πήδημα εκφράζονταν με στίχους μονάχα κι είχαν φήμη κι απ’ τους άλλους ξεχώριζαν και μάζευαν τη μαρίδα τριγύρω τους και την έκαναν ν’ ακούει άλλοτε με το στόμα ανοιχτό ιστορίες σε στίχους κι άλλοτε στα γέλια να λύνεται με τη μαστοριά και τ’ αστεία τους.
Ο Αραβώνας
Με τη Σοφούλα φυλάγαμε μαζί τα κατσίκια. Τα δικά της αυτή κι εγώ τα δικά μου. Τα βγάζαμε πάνω εκεί στη ραχούλα, πίσω απ’ τα σπίτια μας, και καθόμασταν με τις ώρες στη δική του ο καθένας μεριά. Αγκαλιά με τη ρόκα της η Σοφούλα
κι εγώ με τη σφεντόνα στα χέρια μου έτοιμη να ρίξει απάνω σε τίποτε κοτσύφια και καλογιάννους. Να πω πως την πρόσεξα, θα πω ψέματα. Γιατί η Σοφούλα ήταν μεγαλύτερή μου κοντά πέντε χρόνια. Είκοσι τρία εκείνη κι εγώ δεκαοχτώ.
Τεφτέρια και μνημόνια
"Ελπίζω, μωρέ Λαμπράκη, να μην ξέχασες εκείνο το χρέος. Τώρα που έπιασες λεφτά στα χέρια σου κι έφτιαξαν τα πράματα, φρόντισε, με την πρώτη ευκαιρία, να τακτοποιήσεις τα βερεσέδια."
Από τη συλλογή διηγημάτων «Πηγάδια και πήγασοι»
Είχα έναν μπάρμπα εκεί στο χωριό, πρώτο ξάδερφο του πατέρα μου. Ήταν μπακάλης: τυροί, έλαια, λίπη, εδώδιμα, αποικιακά. Τέτοια πράγματα. Όταν πέθανε, είπανε όλοι «θεός σχωρέσ’ τον, καλός άνθρωπος ο Θοδωρής». Το πρώτο το εννοούσαν. Γιατί έπρεπε πραγματικά να τον συγχωρήσει ο θεός για τις πάμπολλες αμαρτίες του. Το δεύτερο δεν το εννοούσαν, το έλεγαν έτσι όπως λέμε όταν αποδημεί κάποιος εις Κύριον και δεν πρόκειται να ματάρθει. Ας πάει στο καλό του, λέμε και γυρίζουμε στα σπίτια μας ήσυχοι.
Αντί ευχών
Ο Ελευθερωτής
Θ’ ασχημίσει ο κόσμος πολύ και θα ζει στο μαράζι, αν κάποια μέρα μείνει δίχως πουλιά
Εγώ τις σφεντόνες, τα μυτερά καλάμια, τα κυνηγητικά και τα πολεμικά εν γένει δεν μπορώ να πω πως τα χώνεψα ιδιαίτερα. Δεν ήθελα να τα πιάνω στα χέρια μου. Γιατί αγαπούσα πολύ τα πουλιά και πολλές φορές μου ερχόταν να μιλήσω μαζί τους και να βγάλω φτερά, να με παίρνουν κι εμένα και να φεύγω μακριά, πουλί χελιδόνι να γίνομαι και πελαργός και σ’ άλλα να πετάω μέρη, ν’ αρμενίζω στα πέλαγα και σε καινούργιους να βρίσκομαι τόπους, μακριά να ’μαι κι από ψηλά ν’ αγναντεύω τη γη μου, τα φτωχά μας καλύβια, τα χλοερά μας λιβάδια, τα πάντα.
Η Βασιλόπιτα
Η μάνα μας ήταν φτωχιά και δεν είχε. Οι πλούσιες μάνες δεν ήταν παρά μόνο δυο στο χωριό. Η μια ήταν η δασκάλα, η Βγενιώ, η άλλη η θεια μας η Βάγκιω, που πήρε το μπάρμπα Γόρια, πρώτο ξάδερφο του πατέρα μας, ταχυδρόμο με μισθό, τυχερά και καλά περιβόλια. Στο σπίτι της κυρίας δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε και να περάσουμε ούτε απέξω.
Πολλά παιδιά όταν την έβλεπαν κατουριόνταν επάνω τους. Είχε στην αυλή της κι ένα σκυλί, τον Καρνάβαλο, που ούρλιαζε αγριεμένο, άμα έβλεπε άνθρωπο, και πεταγόταν στο δρόμο να τον ξεσκίσει, αν τολμούσε να περάσει απ’ αυτόν.
Οι Λαμπράκηδες
Από το βιβλίο «Πηγάδια και Πήγασοι – Αφηγήματα της δραχμούλας»
Αντί αφιερώματος στα 39 χρόνια απ’ την εξέγερση του Πολυτεχνείου
Από Λαμπράκηδες άλλο καλό το χωριό. Μικροί και μεγάλοι θα ξεπέρναγαν τους δεκαπέντε. Και σχεδόν όλοι τους αγαπητοί και φρόνιμοι, αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, στην οικογένεια και στα εθνικά ιδεώδη. Ήταν ο μπάρμπα Λαμπράκης ο Τσολιάς, που πολύ του άρεσε το ουζάκι και το ’πινε κι έφερνε γύρω στα κοντινά χωριά με το γαϊδουράκι του και πουλούσε διάφορα λαχανικά και συχνά φώναζε «έχω και ολίγες ντομάτες». Ήταν ο μπάρμπα Λαμπράκης ο ψαράς, που του χαλούσαμε την ησυχία, όταν τον βρίσκαμε να κάθεται σούζα δίπλα στο αυλάκι με τον πεζόβολο στο χέρι, έτοιμο σε κάθε κίνηση ψαριού να τον πετάξει μέσα.