Αύγουστος 1944: Το Ολοκαύτωμα των Τσιγγάνων
Βερολίνο 1933. Η Νύχτα των Κρυστάλλων. Το ναζιστικό καθεστώς προωθεί μια κοινωνική συνοχή στηριγμένη στο ναρκισσισμό του «εθνικού εμείς», καθιστώντας την κοινωνία πρόθυμη να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο τη φυλετική της καθαρότητα. Τα πρόσωπα (και άρα οι πολίτες) κρύβονταν συχνά πίσω από την απρόσωπη άρεια συλλογική ψυχή, επενδύοντας στα γυμνασμένα σώματα των μαχητών και στην αδρή «καθαρότητα» του δημόσιου χώρου βασικές κοινωνικές και ψυχολογικές προσδοκίες τους, αλλά και τις εξατομικευμένες ευθύνες τους.
Στο καθεστώς αυτό συνοδεύουν λίγο λίγο τους Εβραίους στη φρικιαστική πορεία του «αποδιοπομπαίου τράγου» οι αριστεροί, αρκετοί φιλελεύθεροι, οι ομοφυλόφιλοι, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και οι Αθίγγανοι. Μια κοινωνία καθαρών που στο όνομα της καθαρότητας βρωμίζει πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, πετώντας «ακάθαρτους»(!) ανθρώπους στα στρατόπεδα όπως τα άπλυτα ρούχα σε μια βιαστική επίσκεψη στο πίσω μέρος της ντουλάπας.
Βερολίνο 10 χρόνια μετά. Δεκαπέντε Νοεμβρίου του 1943: Ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ εκδίδει την πιο υποτιμημένη στην ιστορία του Ολοκαυτώματος διαταγή, με την οποία οι τσιγγάνοι εξομοιώνονταν με τους εβραίους, όσον αφορά το (μη) ανθρώπινο στάτους τους στην ναζιστική κοινωνία. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν κοντά ένα εκατομμύριο τσιγγάνοι να οδηγηθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως και οι εβραίοι συμπολίτες τους, και να βρουν φρικτό θάνατο στα κρεματόρια των Ναζί. Το δικό τους Ολοκαύτωμα το ονομάζουν στη γλώσσα τους Ποράιμος (Porrajmos), δηλαδή Αφανισμό.
Αλλά η Διαδρομή προς τον Αφανισμό δεν δημιουργήθηκε μέσα σε 10 μόλις χρόνια. Η πορεία των Τσιγγάνων στην Ευρώπη είναι γεμάτη με ιστορίες εθνοκάθαρσης, εξευτελισμού, βασανιστηρίων, απαγωγών παιδιών, καταναγκαστικής εργασίας αποκλεισμού από κάθε απόπειρα (ηθελημένης ή αθέλητης) «ενσωμάτωσης» ή τριβής και παιδείας. «Το 16ο και 17ο αιώνα, ο διωγμός των τσιγγάνων είναι καθεστώς σε όλη την Ευρώπη με διάφορες μορφές: εξόντωση με «φωτιά και σίδερο» στη Γαλλία, καταδίκη σε εξορία όλων ανεξαιρέτως από την Ισπανία, κρέμασμα στην Αγγλία και προσπάθειες εξαναγκασμένης αφομοίωσης σε άλλες χώρες. Στη Ρουμανία ήταν για αιώνες σκλάβοι: η μακραίωνη δουλεία τους τερματίστηκε μόλις το 1856. Ο διωγμός των τσιγγάνων έφτασε όμως στη συμβολική και υλική κορύφωσή του στη ναζιστική Γερμανία», αποκαλύπτοντας μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αντιφάσεις στην ιδεολογία των Ναζί, και την δυνατότητα ως δυναμικά εξελισσόμενη ιδεολογική κατασκευή να εξοντώσουν στο μέλλον ακόμη και Άρειους την καταγωγή, καθώς η εδραιωμένη σε κριτήρια φόνου συνοχή της κοινωνίας τους εξελισσόταν από τις οικονομικές και ιστορικές περιστάσεις:
Όπως έχει επισημανθεί «στα πρώτα χρόνια του Τρίτου Ράιχ οι Ρομά αποτέλεσαν ένα πρόβλημα για τη φυλετική ιδεολογία του Χίτλερ. Ήδη είχε επικρατήσει ως πιο αξιόπιστη η εκδοχή ότι οι Ρομά είχαν μεταναστεύσει περίπου τον 11ο αιώνα μ.Χ από την περιοχή Punjab της Ινδίας αφού η γλώσσα τους είχε αξιοσημείωτες ομοιότητες με τα ινδικά και την αρχαία σανσκριτική. Με άλλα λόγια οι Ρομά μιλούσαν μία Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα, απόδειξη της Άρειας καταγωγής τους.»
Οι Ναζί όμως είχαν αποφασίσει να εξαφανίσουν τους Ρομά αφού ήδη από το 1933 με την περίφημη έκθεση «το θαύμα της ζωής» είχαν εξαγγείλει το στόχο τους: να σταματήσουν την αναπαραγωγή της «ανάξιας να βιωθεί» ζωής. «Τελικά ο ναζί φυλετιστής Hans Gunther προσέθεσε έναν κοινωνικοοικονομικό παράγοντα στην θεωρία της φυλετικής καθαρότητας. Αν και παραδέχτηκε ότι οι Ρομά είναι πράγματι απόγονοι Άρειων, προσέθεσε ότι ανήκαν στις φτωχές τάξεις και ανακατεύτηκαν με τις «κατώτερες» φυλές κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους». Αυτή η φυλετική επιμειξία με τον ταξικό προσανατολισμό, «που εξηγούσε τη φτώχια και το νομαδισμό τους, απειλούσε την άρεια ομοιογένεια». Οι τσιγγάνοι έγιναν έτσι άθελά τους ο λόγος να μπολιαστεί ο καθαρός ναζί φυλετισμός με κοινωνικά κριτήρια και το 1935 με τους νόμους της Νυρεμβέργης μπήκαν στην κατηγορία των «ακοινωνικών» και έτσι τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια και μαζί της το στάτους του ανθρώπου και του πολίτη.
Το 1942 ο Χίμλερ διέταξε τη μεταφορά των Ρομά στο Άουσβιτς Μπιρκενάου, διαταγή που αντιστοιχούσε στην απόφαση για την «τελική λύση» στο εβραϊκό «πρόβλημα». Το Νοέμβριο του 1943 οι Ρομά μπήκαν στο ίδιο επίπεδο με τους Εβραίους και τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης. Στις 2 Αυγούστου του 1944 εξοντώθηκαν σε θαλάμους αερίων όσοι είχαν απομείνει στο Άουσβιτς, σηματοδοτώντας μια από τις φρικτότερες ημέρες στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των τσιγγάνων που έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αγγίζει τις 800.000 ψυχές, ενώ και οι ναζιστικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Κροατίας είχαν τη δική τους συνεισφορά στον μακάβριο απολογισμό. Όμως, ο δικός τους Αφανισμός παραμένει άγνωστος ίσως επειδή οι τσιγγάνοι ή Ρόμα δεν κατάφεραν ποτέ να συγκροτήσουν αστική τάξη ώστε να δημιουργήσουν την δική τους μεγάλη αφήγηση μέσα από έναν πολιτισμό γραφής ή κρατική οντότητα για να υποστηρίξει την υπόθεσή τους.
Και όμως μελετητές υποστηρίζουν ότι σχεδόν ολόκληρος ο τσιγγάνικος πληθυσμός εξοντώθηκε στην Κροατία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, αλλά και χώρες του «Ευρωπαϊκού πυρήνα» όπως το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία.
«Η πληθυσμιακή ομάδα των Τσιγγάνων (Ρομά, Σίντι και Μανούς) πλήρωσε το μεγαλύτερο φόρο αίματος από κάθε άλλη, αν οι δολοφονίες μελών της συγκριθούν με το συνολικό πληθυσμό της. H σφαγή των Σίντι (Γερμανοί Τσιγγάνοι) και των Ρομά δεν αναγνωρίζεται σήμερα (τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα) ως γενοκτονία, και το 2005 όταν έγινε η μεγάλη εκδήλωση για τα εγκαίνια του μνημείου του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο από το μνημείο – και από τη Μνήμη – αποκλείστηκαν (και) τα θύματα Τσιγγάνοι.» Αλλά το ιντερμέτζιο του Ολοκαυτώματος, που θα έκαιγε μια ολόκληρη ήπειρο και εκατομμύρια από τους χριστιανικούς της και όχι μόνο πληθυσμούς, έχοντας ως θύμα πέρα από τις ζωές και τον ίδιο τον πολιτισμό της, περιλάμβανε και τους Τσιγγάνους.
«Όπου πήγαμε στρέψαμε το γιο ενάντια στον πατέρα και κάναμε το φίλο, του φίλου του εχθρό» έγραψε ο Μπρεχτ στο «Τρόμος και Αθλιότητα του Γ' Ράιχ». Όμως ο ναζισμός, παρ' όλο που άφησε πίσω έναν κόσμο ερειπωμένο, δεν έχει «ψοφήσει»: Είναι ακόμη παρών, κρυμμένος χρόνια μέσα στο κουκούλι του, όπως θύμιζε ο Πρίμο Λέβι, και σήμερα βγάζει σιγά σιγά το κεφάλι του έξω και μας κοιτά, μικρό μάτι του σκότους που μεγαλώνει το μέσα κι έξω μας σκότος. Από μια πολιτική τάξη που θέλει ή ανέχεται (καθένας κι ένα αξίωμα, σαν το πουλί μες το κλουβί του, δεν έγραψε ο Σεφέρης;) την ιστορική ροή προς την νέα δουλεία για τους πολλούς γραφικοποιώντας κάθε αντίσταση μιας φύσης ανθρώπινης που πρέπει να πεθάνει, και από μια κοινωνία που από την Αραβοφοβία (πχ κατσαριδοποίηση των Παλαιστινίων) μέχρι τον αντισημιτισμό, και από τους Τζιχαντιστές στην Ανατολή μέχρι τους νεοναζί στην Δύση (ο Μπρέιβικ ζει ανάμεσα μας), οι φυλετικοθρησκευτικές αναγνώσεις όλων των πλευρών διαχέονται ως κυρίαρχος λόγος για να συγκαλύψουν τις οικονομικοπολιτικές αιτίες, αποτελώντας το πιο γόνιμο χωράφι για το «Θηρίο».
Σε έναν κόσμο που τον αφήνουν πολιτικά και φιλοσοφικά απαίδευτο για να τον χειραγωγούν διαρκώς, που χειραγωγώντας τον φόβο και την ανάγκη του (αλλά και τις υπαρκτές του αντιθέσεις σε σχέση με το καλό και το κακό), αλληλοεξοντώνεται ευκολότερα από ό,τι οργανώνεται για να σωθεί, ο ναζισμός, παρ' όλο που άφησε πίσω του έναν κόσμο ερειπωμένο, δεν έχει «ψοφήσει»: Χρόνια προετοίμαζε την αλλαγή του για να εμφανιστεί ξανά με καινούργιο πρόσωπο, μη αναγνωρίσιμο, πιο αξιοσέβαστο, προσαρμοσμένος στις καινούργιες συνθήκες ενός πλανήτη ο οποίος έβγαινε από την καταστροφή που ο ίδιος ο φασισμός είχε προκαλέσει» (Λέβι). Κι όμως το παλίμψηστο του αποτελείται από τις πολλές μικρές μας συμπεριφορές, και από τις πολλές μας απουσίες από όλες τις σημαντικές για μας αποφάσεις, πρεζομένοι και πρεζομένες μπροστά στην μιντιακή αναπαράσταση ενός κόσμου που όσο πεθαίνει τόσο πιο έντονα μακιγιάρεται.
Η Άρεντ όριζε ως το πιο σημαντικό καθήκον μας στον αντιφασιστικό αγώνα και στην παροχή της αντίστοιχης αντιφασιστικής παιδείας το να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που μετατρέπει απλούς ανθρώπους σε όργανα του ολοκληρωτισμού. Είχε επισημάνει πως ο μέγιστος κίνδυνος δεν προέρχεται μονάχα από την ατόφια συγκρότηση του ναζισμού (γι’ αυτό και υπάρχει κι ένας βαθιά συστημικός αντιφασισμός… ένας αντιφασισμός που δρα λεκτικά ως πεδίο συνοχής της διαπλοκής της μεταδημοκρατίας την ίδια στιγμή που πρακτικά τον και την υπο-στηρίζει) αλλά από την τάση απενοχοποίησης και αποδοχής συγκεκριμένων καθεστώτων και συμπεριφορών μπροστά στην σύγκριση με το απόλυτο Κακό.
Σήμερα η προειδοποίησή της ακούγεται ίσως περισσότερο επίκαιρη από ποτέ και συμπυκνώνει την απειλή του ναζισμού και την μέγιστη ανηθικότητα της ύπαρξης αντιφασισμού πολλών ταχυτήτων, της αποδοχής να υπάρχουν ξεχασμένα ολοκαυτώματα όπως των Ρομά, αφανισμένων διπλά, ως Άνθρωποι κι ως Μνήμη: «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στο να αναγνωρίσουμε τον ολοκληρωτισμό ως την κατάρα του αιώνα θα ήταν μια τέτοια εμμονή με αυτόν που θα μας εμποδίζουμε να δούμε τα πολλά εκείνα μικρά και όχι τόσο μικρά κακά με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση.» Και όταν φτάσουμε εκεί στο όνομα της «καλύτερης θέας», στο όνομα της «προόδου», θα μπορούμε (θα επιβάλλεται) να πέσουμε από την κορυφή της κλίμακας «με το κεφάλι προς τα κάτω».