Αρχή
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Να πληρώσουν τα θύματα κι όχι οι θύτες;
Παιδιά της κατοχικής Αθήνας, με τα σημάδια του λιμού στα σώματά τους (αριστερά) και ορφανά του Διστόμου, λίγους μήνες μετά τη σφαγή (δεξιά) | Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, Ελλάδα 20ός αιώνας. Οι φωτογραφίες (Αθήνα 2000) / D. KESSEL, Ellada 1944 (Αθήνα 1997)
Συντάκτης:
Χάγκεν Φλάισερ, Καρλ Χάιντς Ροτ, Κριστόφ Σμινκ-Γκουστάβους
Από τα μέσα Φεβρουαρίου, δημοσιεύτηκαν σε κορυφαία γερμανικά μέσα ενημέρωσης (Die Welt, Der Spiegel, Focus) ορισμένα άρθρα, με χτυπητούς τίτλους, σχετικά με τις ελληνικές αξιώσεις για πολεμικές αποζημιώσεις, που θα επανόρθωναν, σε κάποιο βαθμό, τα μαζικά εγκλήματα και τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Γερμανοί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εδώ, οι ναυαρχίδες του γερμανικού δημοσιογραφικού κατεστημένου βασίζονταν στην ίδια πηγή: στις «αποκαλύψεις» ενός συνταξιούχου ιστορικού από το Μάνχαϊμ, του καθηγητή Χάιντς Α. Ρίχτερ.
Εκείνος είχε πρωτοτυπήσει επειδή όχι μόνο αμφισβητούσε το βάσιμο των αξιώσεων αυτών, αλλά προχωρούσε και πιο πέρα, σε αντίστροφο υπολογισμό: «Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία», έγραφε, «οφειλέτης δεν είναι η Γερμανία, αλλά η Ελλάδα».
Τα εν λόγω έντυπα υπογράμμιζαν ότι ο Ρίχτερ έχει μια «εξαιρετικά νηφάλια» και «επιστημονική» τοποθέτηση (1), την οποία εξέθεσε μάλιστα σε πρόσφατη σύσκεψη αξιωματούχων του ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών, αν και δεν διευκρινίστηκε από ποια πλευρά προήλθε η σχετική πρωτοβουλία (2).
Ωστόσο, δεν επιβεβαιώθηκε τελικά η φήμη πως στη συνάντηση αυτή ήταν παρών και ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αφού μάλιστα διαψεύστηκε ρητά από το γραφείο του υπουργού.
Τα στελέχη του γερμανικού υπ. Οικονομικών διαφώτισε ο Χάιντς Ρίχτερ σχετικά με το «ανυπόστατο» των ελληνικών αξιώσεων για πολεμικές επανορθώσεις. Κατά διαβολική σύμπτωση, το εν λόγω υπουργείο στεγάζεται σήμερα στο κτίριο του πάλαι ποτέ υπουργείου Αεροπορίας των ναζί. Ο πολιτικός προϊστάμενος του οποίου, Χέρμαν Γκέρινγκ, ήταν ταυτόχρονα επικεφαλής των «πενταετών σχεδίων» της τότε γερμανικής οικονομίας...
Τα παραπάνω έντυπα διέδωσαν τους ακόλουθους ισχυρισμούς, βασιζόμενα πάντα στις πληροφορίες του Ρίχτερ (3) :
◼ Η Ελλάδα δεν νομιμοποιείται σε καμιά περίπτωση να αξιώσει επανορθώσεις από τη Γερμανία.
◼ Δεν υπήρξε ποτέ αναγκαστικό δάνειο της Τράπεζας της Ελλάδος προς όφελος της Γερμανίας την περίοδο 1942-1944.
◼ Κατά την περίοδο της κατοχής, η Ελλάδα εφοδιάστηκε από τη Γερμανία με σημαντικές ποσότητες τροφίμων και εμπορευμάτων. Και μάλιστα οφείλει να καταβάλει στη Γερμανία ποσό ύψους 300 εκατ. μάρκων (Reichsmark, RM), το οποίο προέρχεται από τις διμερείς εμπορικές συναλλαγές (Clearing).
◼ Επιπλέον, η Γερμανία κατέβαλε στη διάρκεια της κατοχής σημαντικά ποσά χρυσού για τη σταθεροποίηση της δραχμής. Στο συνολικό ισοζύγιο, η Ελλάδα βαρύνεται με μια οφειλή προς τη Γερμανία που ανέρχεται σε 3.000 ώς 4.000 χρυσές λίρες (Goldpfund).
◼ Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η Γερμανία κατέβαλε στην Ελλάδα μεγάλα ποσά αποζημιώσεων, ωστόσο αυτά κατέληξαν σε μεγάλο βαθμό στις τσέπες των Ελλήνων πολιτικών.
Γερμανοί φαντάροι εν ώρα λεηλασίας ενός ελληνικού καταστήματος. | Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, Ελλάδα 20ός αιώνας. Οι φωτογραφίες (Αθήνα 2000)
Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, Ελλάδα 20ός αιώνας. Οι φωτογραφίες (Αθήνα 2000)
Απέναντι σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς σημειώνουμε τα ακόλουθα:
⒈ Ως προς τις επανορθώσεις
Τον Οκτώβριο του 1945, η ελληνική κυβέρνηση συνέταξε μια έκθεση προς τη Διασυμμαχική Υπηρεσία Επανορθώσεων (IARA) στο Παρίσι, σχετικά με τις υλικές καταστροφές και τις ανθρώπινες απώλειες που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944) και τις αποτιμούσε τελικά σε 7,18 δισ. δολάρια (αξία 1938).
Σύμφωνα με Βρετανούς και Αμερικανούς ειδικούς και διπλωμάτες, ήταν μια «εύλογη» και «αξιόπιστη» εκτίμηση (4).
Επειδή όμως δεν ορίστηκε κανένα τελικό ποσό, η Ελλάδα έλαβε μόνο την υπόσχεση για μια ποσόστωση στις γερμανικές επανορθώσεις - όπως και όλες οι άλλες χώρες που διεκδικούσαν επανορθώσεις.
Η τελική διευθέτηση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί μετά την ολοκλήρωση μιας συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανία.
Εως τότε, η Ελλάδα έλαβε, στο πλαίσιο αυτής της πρώτης διασυμμαχικής συμφωνίας, αποζημιώσεις που ανέρχονταν σε μόλις 13,5 εκατ. δολάρια (τιμή 1938).
Κατά συνέπεια, παρέμεινε εκκρεμές το μεγαλύτερο μέρος των διεθνώς αναγνωρισμένων ελληνικών αξιώσεων για επανορθώσεις.
Επιπλέον, η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε από τις πολεμικές επανορθώσεις. Τουναντίον, τις έχει επανειλημμένα διεκδικήσει, όπως συνέβη για παράδειγμα κατά τη σύναψη της Συνθήκης Εξωτερικού Χρέους στο Λονδίνο, τον Φεβρουάριο του 1953.
Οταν τον Σεπτέμβριο του 1990 υπογράφηκε η Συμφωνία 2+4 (για την επανένωση της Γερμανίας) ως ντε φάκτο Συνθήκη Ειρήνης, οι τέσσερις μεγάλες συμμαχικές χώρες απέφυγαν συνειδητά το ζήτημα των επανορθώσεων, υπό την πίεση των δύο γερμανικών κρατών (δηλαδή ουσιαστικά της ΟΔΓ).
Το γεγονός ότι η Ελλάδα «έλαβε υπόψη» αυτή τη Συμφωνία στο πλαίσιο της διάσκεψης της ΔΑΣΕ, τον Νοέμβριο του 1990, δεν είναι επομένως δυνατόν -σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο- να θεωρηθεί «σιωπηρή» παραίτηση από τις επανορθώσεις ενός κράτους το οποίο δεν υπέγραφε τη Συμφωνία.
Όπως επισημαίνεται στη σημαντική διατριβή του νομικού Ανέστη Νέσσου: «Η Συμφωνία 2+4 δεν οδήγησε στην εξαφάνιση των ελληνικών αξιώσεων για επανορθώσεις έναντι της επανενωμένης Γερμανίας» (5).
Σ’ αυτό το ζήτημα επέμειναν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση.
⒉ Το αναγκαστικό δάνειο
Από τον Ιανουάριο του 1942, η ελληνική κεντρική τράπεζα απέδιδε, σε όφελος του γερμανικού Ράιχ, μηνιαίες προκαταβολές σε δραχμές για τη χρηματοδότηση των εξόδων κατοχής καθώς και ένα αναγκαστικό δάνειο.
Αυτή η αναγκαστική πίστωση αποδιδόταν σε τρεις λογαριασμούς, που άνοιξαν διαδοχικά έναντι μόνο μερικής επιστροφής από τη Γερμανία.
Αυτές οι διαρκώς αυξανόμενες χρεώσεις της γερμανικής πλευράς χαρακτηρίζονταν σε επίσημα γερμανικά έγγραφα «χρέος του γερμανικού Ράιχ» (Reichschuld) και εξυπηρετούνταν ως άτοκο δάνειο με μερική αποπληρωμή (6).
Γι’ αυτές τις καταβολές μέσω διάθεσης εμπορευμάτων, για τα κέρδη από την πώληση χρυσού και για το μονοπώλιο των κατοχικών δυνάμεων στο εξωτερικό εμπόριο υπάρχουν λεπτομερή έγγραφα της Τραπέζης της Ελλάδος.
Καταγράφονται επίσης διεξοδικά στην υπηρεσιακή γερμανική αλληλογραφία και κυρίως την αλληλογραφία του επιτρόπου Τραπεζών, Χαν, και των συνεργατών του.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις μερικές αποπληρωμές, κατά το τέλος της γερμανικής κατοχής προέκυψε ένα χρέος ύψους περίπου 500 εκατ. μάρκων (RM), στο οποίο προστίθενται οι ελληνικές προκαταβολές, οι οποίες δεν περιλήφθηκαν στο δάνειο.
Η αποπληρωμή αυτού του αναγκαστικού δανείου πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα μέρος των συνολικών αξιώσεων για αποζημιώσεις.
Επιπλέον, το γεγονός ότι από την επίσημη γερμανική πλευρά είχε αναγνωριστεί ως ειδικό εθνικό χρέος (Reichschuld), και συνεχιζόταν έως τον τελευταίο μήνα της κατοχής η εξυπηρέτησή του με τμηματικές καταβολές, έρχεται να ενισχύσει την αξίωση για επανορθώσεις.
Είναι επομένως συνεπές το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα, ζητούν μια ξεχωριστή επιστροφή του αναγκαστικού δανείου.
⒊ Οι διμερείς εμπορικές συναλλαγές
Από το 1941 έως το 1944, οι γερμανικές εξαγωγές προς την Ελλάδα ήταν πάντοτε χαμηλότερες από τις ελληνικές εξαγωγές, οι οποίες επιπλέον ήταν αναγκαστικές.
Ετσι, ώς το φθινόπωρο του 1942, στους λογαριασμούς του Γερμανικού Λογιστηρίου καταγραφόταν επισήμως ένα υψηλό γερμανικό χρέος (Clearing).
Μετά τη θέσπιση του εμπορικού μονοπωλίου, στο οποίο κυριαρχούσε μονομερώς το γερμανικό Ράιχ (μέσω της εταιρείας Deutsch-Griechische Warenausgleichsgesellschaft – DEGRIGES), έγινε στοχευμένη χειραγώγηση, με σκοπό να μεταστραφεί το εμπορικό ισοζύγιο σε θετικό πρόσημο για τη γερμανική πλευρά.
Η γερμανική πλευρά, λ.χ., πίστωσε με 31 εκατ. μάρκα (RM) τον λογαριασμό του κλίρινγκ για τη διαχείριση του χρυσού που έκανε, προκειμένου να σταθεροποιήσει την τιμή της λίρας (και σε κάποιο βαθμό της δραχμής), δηλαδή για την ντε φάκτο χρηματοδότηση των εξόδων κατοχής.
Με παρόμοιες χειραγωγήσεις δημιουργήθηκε μια διαστρεβλωμένη εικόνα, η οποία υποχρέωσε ακόμα και ένα κέντρο ερευνών που ανήκε στη ναζιστική υπηρεσία «τετραετούς οικονομικού σχεδίου» να διαγράψει αυτή την ψευδοπίστωση από τους υπολογισμούς της (7).
Αντιθέτως, βέβαια, αυτή η διαστρεβλωμένη εικόνα εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα τον Ρίχτερ και τους δημοσιογραφικούς του ακολούθους.
⒋ Οι αποζημιώσεις 1950-1960
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι, από τη Διασυμμαχική Συμφωνία για τις Επανορθώσεις το 1946 και ακόμα και μετά την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, καταβλήθηκαν στην Ελλάδα ορισμένα ποσά τα οποία είχαν «επανορθωτικό χαρακτήρα».
Αυτά περιλαμβάνουν τις πρώτες πληρωμές, που ήδη αναφέραμε, των 13,5 εκατ. δολαρίων, καθώς και 115 εκατ. γερμανικά μάρκα (DM) σε τέσσερις δόσεις (μεταξύ 1961 και 1964).
Αυτά καταβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας συνολικής συμφωνίας με όλα τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και αφορούσαν ατομικές αποζημιώσεις σε θύματα που ανήκαν σε μία μόνο κατηγορία, δηλαδή εκείνους «τους Ελληνες πολίτες, οι οποίοι εξαιτίας της φυλής, της θρησκείας ή της κοσμοθεωρίας τους […] υπέστησαν από τις ναζιστικές διώξεις στέρηση της ελευθερίας ή βλάβες στην υγεία τους […] καθώς και τους οικείους όσων έχασαν τη ζωή τους από αυτές τις διώξεις» (8).
Υπήρξαν επιπλέον πληρωμές δευτερεύουσας σημασίας: 4,8 εκατ. μάρκα για την επιστροφή του κλεμμένου καπνού, 47 εκατ. αποζημίωση για βλάβες που προκύπτουν από τη φάση ουδετερότητας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και κάποιες πληρωμές σε Ελληνες αναγκαστικούς εργάτες στο πλαίσιο του νόμου EVZ (9).
Ωστόσο όλες αυτές οι καταβολές δεν αντιπροσωπεύουν παρά μόνο ένα μικρό ποσοστό των συνολικών ελληνικών αξιώσεων (περίπου το 5%).
Αμφιλεγόμενος υπήρξε και παραμένει ο χαρακτήρας του δανείου ύψους 200 εκατ. μάρκων που παραχωρήθηκε το 1958 από τη Βόννη στην Ελλάδα, εφόσον συνοδευόταν, τουλάχιστον εν μέρει, από τους συνήθεις εμπορικούς όρους.
Βέβαια, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση σε εσωτερικά έγγραφα (τα οποία εντόπισε για πρώτη φορά ο Χάγκεν Φλάισερ και «ανοίχτηκαν» ύστερα από αίτησή του μόλις το 2015) επανειλημμένα επισημαίνει ότι «δεν πρόκειται για δάνειο το οποίο συνδέεται με κάποιο σχέδιο στο πλαίσιο της αναπτυξιακής βοήθειας, αλλά για οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας, η οποία πρέπει να ιδωθεί κυρίως ως συμβολή στην αποκατάσταση της αδικίας [sic] που υπέστη η Ελλάδα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Αυτή η βοήθεια που παρασχέθηκε από την Τράπεζα Ανοικοδόμησης μέσω του ειδικού ταμείου ERP μπορούσε να αξιοποιηθεί «μόνο για υποδομές στο πλαίσιο της οικονομικής ανοικοδόμησης της Ελλάδας» (10).
⒌ Η σταθεροποίηση του νομίσματος στην κατοχή
Μια εντολή με διαχρονική, απ' ό,τι φαίνεται, ισχύ | Κ. ΠΑΡΑΣΧΟΣ, Η Κατοχή (Αθήνα 1997)
Είναι ακριβές ότι από το 1943 οι Γερμανοί κατακτητές χρησιμοποίησαν στην Ελλάδα χρυσό που είχε ληστευθεί ή που ανήκε σε θύματα, έτσι ώστε να στηρίξουν τη χρυσή λίρα -που είχε μετατραπεί ντε φάκτο σε κύριο νόμισμα- και να περιορίσουν την κατάρρευση του εγχώριου νομίσματος (της δραχμής), ώστε να μη διακινδυνεύουν τη συνεχή οικονομική και χρηματοπιστωτική εκμετάλλευση της χώρας από τον υπερπληθωρισμό.
Εξάλλου χρησιμοποιήθηκε χρυσός και απευθείας στην κατοχική οικονομία για πολεμικούς σκοπούς (επιχειρήσεις κατασκοπίας, δολιοφθοράς, παραπλάνησης).
Ένα τμήμα απ’ αυτό τον χρυσό που είχε ληστευτεί ή ανήκε σε θύματα προερχόταν από την ίδια την Ελλάδα, π.χ. από ορισμένες πράξεις λεηλασίας στην Κρήτη το 1941 και από τη λαφυραγώγηση της μεγάλης εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη.
Ένα δεύτερο μέρος αποτελούνταν από κλεμμένο χρυσό, τον οποίο διαχειριζόταν ο ειδικός εντεταλμένος του υπουργείου Εξωτερικών, Νοϊμπάχερ, μέσω της γερμανικής κεντρικής τράπεζας.
Αυτές οι ποσότητες χρυσού αποτελούνταν από νομίσματα συνολικής αξίας 80-90 εκατ. μάρκων (RM).
Οι άμεσες παραδόσεις της δεύτερης κατηγορίας (30 εκατ. RM) επιβάρυναν τον ελληνικό λογαριασμό του κλίρινγκ με 31 εκατ. RM.
Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε τουλάχιστον επιπόλαιο να επιχειρεί κανείς να επιβαρύνει ένα εντελώς πλασματικό ελληνικό χρέος με χρυσό που είχε λεηλατηθεί και είχε ήδη διά της βίας συνυπολογιστεί από τους κατακτητές ώστε να προστεθεί εν έτει 2015, γι’ άλλη μια φορά, από Γερμανούς στα υποτιθέμενα χρέη της Ελλάδας.
Αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχει ένα παρόμοιο αισχρό προηγούμενο.
Το 1953 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της τότε γερμανικής πρωτεύουσας «Bonner Generalanzeiger» η είδηση πως στην Ελλάδα αναζητείται θησαυρός, τον οποίο είχαν θάψει για καλύτερες μέρες αξιωματικοί της Βέρμαχτ το 1944.
Σχεδόν αυθημερόν παρενέβη το ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών στο υπουργείο Εξωτερικών, αξιώνοντας η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα να ελέγξει «αν τα θαμμένα χρυσά νομίσματα ανήκουν στην περιουσία του Ράιχ και με ποιο τρόπο θα μπορούσε αυτό να πιστοποιηθεί» (11).
Ο ρόλος του Χάιντς Α. Ρίχτερ
Ο αυτουργός όλων αυτών των διαστρεβλώσεων και των ψευδών ισχυρισμών που οδηγούν σε μια αντιστροφή του χρέους εις βάρος της Ελλάδας είναι ο Χάιντς Α. Ρίχτερ.
Εχει μάλιστα συνοψίσει τις απόψεις του σε ένα κείμενο το οποίο διένειμε στα εν λόγω γερμανικά έντυπα για τη «διαφώτιση» της δημοσιογραφίας και της κοινής γνώμης της ΟΔΓ, και πολύ πρόσφατα δημοσίευσε στο περιοδικό Thetis που εκδίδει ο ίδιος (12).
Με λύπη μας διαπιστώσαμε ότι ορισμένοι Γερμανοί ανταποκριτές βασίστηκαν άκριτα στις προβληματικές αναλύσεις του Ρίχτερ.
Γι’ άλλη μια φορά πρωτοστάτησε ο S. F. Kellerhoff της «Die Welt», ομογάλακτης της «Bild», ο οποίος ήδη πριν από μερικά χρόνια είχε πληροφορήσει το γερμανικό αναγνωστικό κοινό ότι «τα χειρότερα εγκλήματα σε βάρος Ελλήνων τα έχουν διαπράξει οι ίδιοι οι Ελληνες»!
Αλλά και οι αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών παρακολούθησαν τη σχετική διάλεξη του Ρίχτερ «με μεγάλο ενδιαφέρον», όπως διαβάσαμε στο «Der Spiegel».
Εφόσον καταρρίψαμε ήδη αυτές τις διαστρεβλώσεις, μπορούμε να προχωρήσουμε σε ορισμένες πρόσθετες παρατηρήσεις.
Στους ιστορικούς είναι γνωστό ότι ο Ρίχτερ, ήδη από την εποχή που δημοσίευσε τη διατριβή του (13), κινείται με μια περιορισμένη, ασαφή και επιλεκτικά χρησιμοποιημένη βάση πηγών και ότι γενικότερα δουλεύει επιφανειακά.
Εδώ και δεκαετίες παραμένουν αδιάψευστες οι επισημάνσεις για «περιφρόνηση των πηγών» εκ μέρους του, για «χονδροειδείς διαστρεβλώσεις» και «χειραγωγήσεις», οι οποίες κατέστησαν τη διατριβή του «πηγή ιστοριογραφικής μόλυνσης» (14).
Υπάρχουν όμως και νεότερα παραδείγματα που πιστοποιούν τον τρόπο εργασίας του Ρίχτερ (15).
Αυτό το ποιοτικό και ποσοτικό έλλειμμα έφτασε σε νέα θλιβερή κορύφωση με το τελευταίο κείμενό του.
Ολες οι εισαγωγικές παρατηρήσεις του Ρίχτερ για το ζήτημα των επανορθώσεων είναι εσφαλμένες ή τουλάχιστον ευάλωτες, τόσο στις λεπτομέρειες όσο και στις βασικές τοποθετήσεις.
Από τα γερμανικά ντοκουμέντα που ο Ρίχτερ προτιμά να παρακάμψει. Αριστερά: έγγραφο των κατοχικών δυνάμεων με τίτλο «Το χρέος του Ράιχ προς την Ελλάδα» (26.3.1944) και αναλυτική αναφορά στις καταβολές της Τραπέζης της Ελλάδος προς τη Βέρμαχτ. Δεξιά: αναφορά του Σ. Νέστλερ, ειδικού εκπροσώπου του Ράιχ για τις Τράπεζες. Στη σ. 111 αναφέρεται ρητά το «υπόλοιπο γερμανικού χρέους 476 εκατ. μάρκα»
Εξαιρετικά επιλεκτική είναι ακόμα και η βιβλιογραφία του, καθώς και τα έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών με τις Εκθέσεις (1942-44) του επιτρόπου Τραπεζών που είχαν εγκαταστήσει στην Αθήνα οι κατοχικές δυνάμεις, του Πάουλ Χαν, και του συνεργάτη του Σ. Νέστλερ (16).
Από τα γερμανικά ντοκουμέντα που ο Ρίχτερ προτιμά να παρακάμψει. Αριστερά: έγγραφο των κατοχικών δυνάμεων με τίτλο «Το χρέος του Ράιχ προς την Ελλάδα» (26.3.1944) και αναλυτική αναφορά στις καταβολές της Τραπέζης της Ελλάδος προς τη Βέρμαχτ. Δεξιά: αναφορά του Σ. Νέστλερ, ειδικού εκπροσώπου του Ράιχ για τις Τράπεζες. Στη σ. 111 αναφέρεται ρητά το «υπόλοιπο γερμανικού χρέους 476 εκατ. μάρκα»
Είτε δεν έχει κατανοήσει καν τις τοποθετήσεις τους και τις παρερμηνεύει χοντροκομμένα είτε έχει περιοριστεί σε ορισμένα παραθέματα, αποκομμένα από τα συμφραζόμενά τους, τα οποία κρίνει χρήσιμα για την υποτιθέμενη επιβεβαίωση όσων ο ίδιος προβάλλει ως εντυπωσιακές «αποκαλύψεις».
Οι στοιχειωδέστερες προϋποθέσεις της ιστορικής-επιστημονικής εργασίας, καθώς φαίνεται, είναι άγνωστες στον συγγραφέα.
Από τις δευτερογενείς πηγές, το κείμενο του Ρίχτερ περιορίζεται κυρίως στις αφηγήσεις των θυτών της εποχής (Νοϊμπάχερ, Τσιάνο, Χαν, Νέστλερ), καθώς και στις αναμνήσεις ενός επιφανούς Ελληνα δωσίλογου, του πρωθυπουργού της δεύτερης κατοχικής κυβέρνησης, Ιωάννη Λογοθετόπουλου.
Η κριτική ερευνητική ιστοριογραφία που βρίσκεται στον αντίποδα και είναι ήδη αρκετά εκτενής δεν αναφέρεται καν.
Με αυτό τον τρόπο ο Ρίχτερ αφήνει -στον μη ειδικό αναγνώστη- την εντύπωση ότι αυτή η ιστοριογραφία δεν υπάρχει καν.
Και μάλιστα φτάνει στο σημείο να την αποσιωπά ακόμα και εκεί όπου αναφέρεται υποχρεωτικά σ' αυτήν, όπως λ.χ. στη συζήτηση για το αναγκαστικό δάνειο.
Αυτή η τεχνική του αποκλεισμού όσων συμπερασμάτων της σύγχρονης ιστορικής έρευνας δεν «ταιριάζουν» στα λεγόμενά του, είναι εξίσου τρομακτική με τη λογοκλοπή ή την προσαρμοσμένη αντιγραφή επιχειρημάτων των θυτών ναζί και όσων συνεργάστηκαν ή κερδοσκόπησαν μαζί τους.
Και εδώ κλείνει ένας μοιραίος κύκλος: αναθεωρητισμός από την πίσω πόρτα.
Το άκρο του παραλογισμού ο Ρίχτερ το αγγίζει στο σημείο όπου αναφέρεται στον δωσίλογο Λογοθετόπουλο, τον οποίο εμφανίζει ως πρότυπο, και μάλιστα δημοσιεύει ολόκληρη την απολογία του (17).
Με βάση το κείμενο του Λογοθετόπουλου, ο Ρίχτερ υπολογίζει σε χρυσές λίρες το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού της κατοχικής κυριαρχίας και, ύστερα από περίπλοκους λανθασμένους υπολογισμούς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τελικά η Ελλάδα είναι εκείνη που οφείλει να επιστρέψει στη Γερμανία 3.000 έως 4.000 χρυσές λίρες!
Αν σκεφτεί κανείς ότι ο χρυσός που χρησιμοποιήθηκε από τη γερμανική πλευρά στην Ελλάδα προερχόταν αποκλειστικά από ληστείες και από τα θύματα της κατοχής, γίνεται αφόρητος ο εμπαιγμός προς τα θύματα αυτά, Εβραίους και μη.
Λαθεμένος και κακόβουλα παραπειστικός είναι ιδιαίτερα ο ισχυρισμός του Ρίχτερ (που συνδέεται με τις αγοραίες αντιλήψεις της εποχής για τους Ελληνες) ότι δήθεν οι Ελληνες πολιτικοί «καταχράστηκαν» ή «υπεξαίρεσαν», δηλαδή «έβαλαν στην τσέπη» τους, τα «τρία τέταρτα» των αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν στους Ελληνες-θύματα των ναζί (115 εκατ. δολ.).
Αυτή η υποψία ταιριάζει γάντι στη σύγχρονη εικόνα με τα αρνητικά στερεότυπα των Ελλήνων, και με αντίστοιχο ενθουσιασμό αντέδρασαν μερικοί δημοσιογράφοι με ανθελληνικά πρωτοσέλιδα.
Ο Χάγκεν Φλάισερ επιχείρησε πρώτος, ήδη στην αρχή του αιώνα, να αποκτήσει πρόσβαση στα ώς τότε απρόσιτα αρχεία του ελληνικού Λογιστηρίου του Κράτους και να αποκαλύψει την αλήθεια.
Υστερα από λεπτομερέστατη έρευνα, κατόρθωσε να ανακαλύψει το μητρώο των 96.880 εξουσιοδοτημένων αιτούντων και τα αντίστοιχα ποσά.
Μια βιαστική επισκόπηση των 17 τόμων με τις 5.365 σελίδες τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι μόλις το 4% έλαβε το υψηλότερο ποσό αποζημίωσης (περίπου 5.500 μάρκα), το οποίο αντιστοιχούσε σε δύο φονευθέντες συγγενείς πρώτου βαθμού.
Αυτή η «αριστοκρατία» των αποζημιωθέντων δεν προερχόταν όμως από την εκλογική πελατεία του κυβερνώντος κόμματος ΕΡΕ, όπως υποστηρίζει ο Ρίχτερ χωρίς το παραμικρό τεκμήριο.
Οπως προκύπτει από τον έλεγχο των ονομάτων, σχεδόν 90% των αποζημιωθέντων ανήκε σε σεφαραδίτες Εβραίους.
Αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος των (πολύ περισσότερων) μη Εβραίων αποδεκτών έλαβαν έως 15% της μέγιστης αποζημίωσης.
Από τους μη Εβραίους στους οποίους καταβλήθηκε το υψηλότερο ποσό ως αποζημίωση, μεγάλο μέρος κατοικούσε στις μαρτυρικές πόλεις (Καλάβρυτα, Δίστομο κ.α.) οι οποίες καταστράφηκαν από τις «πολεμικές δραστηριότητες» και απώλεσαν τον πληθυσμό τους.
Αυτή η κατανομή των αποζημιώσεων που επιβλήθηκε από την Αθήνα ήταν αντίθετη προς τις επιθυμίες της γραφειοκρατίας της Βόννης, αλλά ακόμα και προς την ελληνογερμανική συμφωνία επανορθώσεων του 1960.
Ενας χρονοβόρος έλεγχος των εκτελεσθέντων και των εκτοπισθέντων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τις μαζικές επιχειρήσεις των κατακτητών, ιδίως το καλοκαίρι του 1944 στις αριστερές γειτονιές της Αθήνας, οδήγησε στο απροσδόκητο συμπέρασμα ότι οι ίδιοι ή οι συγγενείς των σκοτωμένων έλαβαν μεγάλο ποσοστό από την αποζημίωση των 115 εκατ.
Ακόμα και ο Μανώλης Γλέζος έλαβε αποζημίωση για τον αδελφό του Νίκο, ο οποίος εκτελέστηκε τον Μάιο του 1944. (18)
Γερμανικά ντοκουμέντα
Στο σύνθετο πλαίσιο του ζητήματος των αποζημιώσεων αποδεικνύεται επομένως, για ακόμα μία φορά, ο αποσπασματικός ή μονοδιάστατος χαρακτήρας των πηγών του Ρίχτερ: πρωτογενείς πηγές και υλικό χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά από δεύτερο χέρι και εξαιρετικά επιλεκτικά.
Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τις πηγές που φέρεται να χρησιμοποιεί, σπάνια ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας επιστημονικής εργασίας. Εχουμε συγκεκριμένα παραδείγματα του χειριστικού τρόπου με τον οποίο εργάζεται.
Ως απόδειξη για τις «λαθροχειρίες της διαβρωμένης από το κυβερνών κόμμα διοίκησης» σε βάρος των Εβραίων και για τον αποκλεισμό των αριστερών θυμάτων, ο Ρίχτερ παραθέτει απόσπασμα του Φλάισερ, όπου καταγράφονται οι σχετικοί φόβοι της ελληνικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι αρχικά δεν ήταν αδικαιολόγητοι (19).
Ωστόσο, αποσιωπά την παρατήρηση του Φλάισερ, ότι ακόμα και αυτοί οι φόβοι που διατυπώθηκαν το 1960/61 λόγω των προϋποθέσεων ασφαλείας που πρόβλεπε ο νόμος για τις αποζημιώσεις δεν επιβεβαιώθηκαν.
Μετά τις τροποποιήσεις του νόμου, η διακριτική ευχέρεια που αποδόθηκε στα περιφερειακά δικαστήρια προσέφερε μεγαλύτερη εγγύηση για την ακεραιότητα της διαδικασίας.
Συχνά ο Ρίχτερ παραμένει σκόπιμα ασαφής στην περιγραφή των πηγών που υποχρεώνεται να αναφέρει (π.χ. «αριστερίζοντες Εβραίοι από τη Θεσσαλονίκη»), όταν επιχειρεί να προσδώσει έναν τόνο αξιοπιστίας σε κάποια εντελώς απίθανα γεγονότα (20).
Προκειμένου να «τεκμηριώσει» τον εντελώς παράλογο και σε πλήρη αντίφαση με όλες τις ελληνικές, γερμανικές και συμμαχικές πρωτογενείς πηγές ισχυρισμό του, ότι δεν «διανεμήθηκε» παρά «μόνο η πρώτη δόση» των επανορθώσεων –κάτι που επίσης δεν είναι σε θέση να ελέγξει ο μη ειδικός μέσος αναγνώστης– χρησιμοποιεί και πάλι ένα παράθεμα από δικό του κείμενο: «όπως πληροφορήθηκε ο συγγραφέας [Ρίχτερ] από πρώην μέλος της γερμανικής πρεσβείας» (21).
Στο μεταξύ, η γερμανική κυβέρνηση, ύστερα από επερώτηση της αναπληρώτριας προέδρου του κόμματος Die Linke, υποχρεώθηκε να πάρει αποστάσεις από τους ισχυρισμούς του συνταξιούχου από τη Χαϊδελβέργη.
Επίσημη αναγνώριση των λανθασμένων θέσεων που ανέπτυξε στο υπουργείο Οικονομικών δεν υπήρξε, παρά τις προσδοκίες του.
Πιθανόν να διαπίστωσαν στο μεταξύ ότι η αποδοχή των παραποιημένων στοιχείων του θα μετέτρεπε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση σε κλεπταποδόχο του χρυσού που είχαν ληστέψει οι ναζί από τα θύματά τους.
Φρούδες φαίνεται ότι αποδείχτηκαν και οι πιθανές ελπίδες του να του απονεμηθεί το ομοσπονδιακό παράσημο για τις θέσεις του.
Θα του φαίνεται τώρα πενιχρή η αμοιβή που έλαβε για τη διάλεξή του τον Νοέμβριο στην ημερίδα για τα «Ζητήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης», όπου ανέπτυξε τις «εντυπωσιακές διαπιστώσεις» του.
Πρακτικές λογοκλοπής έχουν οδηγήσει και σε άλλες περιπτώσεις στην αναγνώριση διδακτορικού τίτλου.
Το γεγονός όμως ότι ένας ιστορικός της Γερμανίας τεμαχίζει και χρησιμοποιεί για τους ισχυρισμούς του επιχειρήματα των δωσιλόγων και των συνενόχων των ναζί σηματοδοτεί μια νέα συμπεριφορά στη σύγχρονη ιστοριογραφία.
Παραπομπές
1. Ολες οι αναφορές στο Sven Felix Kellerhoff, «Hat Griechenland noch Schulden bei Deutschland?», εφ. Die Welt, 15.2.2016. Εν μέρει ο S.F.K. επανέρχεται στους ισχυρισμούς του αυτούς και στο πρόσφατο καταγγελτικό του άρθρο «So wird ein deutscher Griechenlandkenner niedergemacht», εφ. Die Welt, 9.5.2016.
2. Βλ. σχετ. την επερώτηση του κόμματος Die Linke στο γερμανικό Κοινοβούλιο
3. «Ερευνητής υπολόγισε ακριβώς ότι, σύμφωνα με τα τραπεζικά αρχεία της ναζιστικής περιόδου, η Ελλάδα χρωστάει στη Γερμανία», στο Focus online, 16.2.2016 και «Ανοιχτός λογαριασμός», στο Der Spiegel, 13.2.2016, σ. 41.
4. «It might first of all be remarked that in the Embassies’ opinion the Greek authorities have done a creditably job. [...] Broadly speaking, a genuine effort has evidently been made to keep the estimates of the damages and losses suffered within fairly reasonable limits», στο British Economic Adviser's Office, Athens, 1.12.1945, The National Archives, Kew, FO371/48338, R 21200. Επίσηςστο US Embassy Athens, NARA, Rg 43, M-88, Box 283, 7.3.1946.
5. Anestis Nessou, Griechenland 1941–1944. Deutsche Besatzungspolitik und Verbrechen gegen die Zivilbevölkerung. Eine Beurteilung nach dem Völkerrecht, Οσναμπρικ 2009, σ. 495.
6. Βλ. Hagen Fleischer, «Schuld und Schulden – Der Fall Griechenland "final geklärt"?», στο Südosteuropa-Mitteilungen, 55 (2015) 2, σ. 46-63.
7. Forschungsstelle für Wehrwirtschaft «Die besetzten Länder im Dienst der deutschen Kriegswirtschaft – Die finanziellen Leistungen der besetzten Gebiete bis Ende März 1944, 9. Griechenland (März 1944), σ. 20–22, NARA, RG 260, Office of the Director of Intelligence (ODI), 7/29-3/24. Γιαπερισσότερεςλεπτομέρειες, πρβλ. Karl Heinz Roth/Hartmut Rübner, Die Reparationsschuld. Deutsche Hypotheken des Zweiten Weltkriegs in Griechenland und Europa, Βερολίνο 2016 (υπόέκδοση).
8. BGBl 1961 II, S. 1596-1598.
9. Σ.τ.μ. «Erinnerung, Verantwortung und Zukunft» (Μνήμη, Ευθύνη, Μέλλον). Νόμος του 2000 για την αποζημίωση των αναγκαστικών εργατών του ναζιστικού καθεστώτος.
10. Σ.τ.μ. EPR (European Recovery Program), το πρόγραμμα ευρωπαϊκής ανοικοδόμησης. Μια συμφωνία ΗΠΑ-Γερμανίας που ξεκίνησε από το Σχέδιο Μάρσαλ το 1948.
11. BMF, 19. 12. 1953, «Politisches Archiv des Auswärtigen Amtes» (PA AA), B 86/700, επίσης: Hagen Fleischer, «Deutsche "Wiedergutmachung" in Griechenland», στο Geschichte in Wissenschaft und Unterricht 56 (2005) 5/6, σ. 309.
12. Heinz A. Richter, «Die Besatzungsanleihe – To Katochiko Daneio», περ. Thetis, 22 (2016).
13. Heinz Richter, Griechenland zwischen Revolution und Konterrevolution (1936-1946), Φρανκφούρτη/Μ 1973.
14. Παραδείγματαστο Hagen Fleischer, Im Kreuzschatten der Mächte. Griechenland 1941-1944 (Okkupation – Kollaboration – Resistance), Φρανκφούρτη/Μ 1986, σ. 593, 623, 652, 699, 734. Πρβλ. επίσης, τουίδιου, «Griechenland im 2. Weltkrieg. Ein Literaturbericht», στο «Bibliothek für Zeitgeschichte», Jahresbibliographie Nr. 61, Εσεν 1991, σ. 387, σημ. 1.
15. Βλ. Eberhard Rondholz, Hellenika – Jahrbuch für griechische Kultur und deutsch-griechische Beziehungen 9 (2014), σ. 167 κ.ε., καιτουίδιου, «Ηεπιλεκτικήμνήμητωνηττημένων», στοΗμακράσκιάτηςδεκαετίαςτου '40, Αθήνα 2015, σ. 81-98, εδώσ. 97 κ.ε.
16. PA AA, R 27320.
17. Heinz A. Richter, Griechenland 1942-43. Erinnerungen von Elisabeth und Konstantinos Logothetopoulos, Ρούπολντινγκ 2015. [Σ.τ.μ.: Σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου περιλαμβάνεται μεταφρασμένο το «Ιδού η αλήθεια» (sic) που ο Λογοθετόπουλος εξέδωσε το 1948].
18. Αυτό το ποσό αποτέλεσε το αρχικό κεφάλαιο για τη δημιουργία της κοινοτικής βιβλιοθήκης στη Νάξο, ιδιαίτερη πατρίδα του Γλέζου.
19. Thetis 20 (2013), σ. 460, σημ. 156, πρβλ. Ηagen Fleischer, Despina Konstantinakou, «Ad calendas graecas? Griechenland und die deutsche Wiedergutmachung», στο Hans Günter Hockerts et.al. (επιμ.), Grenzen der Wiedergutmachung. Die Entschädigung für NS-Verfolgte in West- und Osteuropa 1945-2000, Γκέτινγκεν 2006, σ. 375-457.
20. Thetis 20 (2013), σ. 460.
21. Στο ίδιο, σ. 361.
ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ