Αρχή
Ο σκουπιδότοπος των Ψαροπλιών
Γράφει ο Δημήτρης Βλαχοπάνος
Η Ψαραγορά χώρος λαϊκός, χώρος κοινωνικής ζωής, μια γέφυρα που ενώνει αρμονικά το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον της πόλης
(Από την επιστολή πολιτών προς τη δημοτική αρχή Άρτας, 18 Ιουλίου 2010)
Τα καταφέρνουμε πολύ καλά. Κοντεύουμε να μετατρέψουμε σε σκουπιδότοπους ακόμη και τα πιο γραφικά και πολυσύχναστα μέρη της πόλης μας. Και δεν τιμά τους πολίτες να τα φορτώνουν όλα στις υπηρεσίες της πολιτείας, του δήμου και του κάθε οργανισμού.
Η ευθύνη μπορεί θεωρητικά να ’ναι συλλογική. Αλλά γίνεται κάποιες φορές και ατομική. Κι όχι μόνο γιατί ο καθένας μας όλο και κάτι θα κάνει για να βλάψει την πόλη και την αισθητική της. Κι ούτε τόσο γιατί δε βάζουμε όλοι το χέρι μας για να γίνει κάτι καλό ή για να ξεπαστρέψουμε κάτι κακό. Η ευθύνη του πολίτη έγκειται στο μέγεθος της αδιαφορίας του και στη λογική του «δε βαριέσαι» και του «δεν είναι δική μου δουλειά».
Φιλοδοξήσαμε και κατορθώσαμε, με πολύ αγώνα, πολλές συγκρούσεις, ακόμη και με απειλές εναντίον μας, να διατηρηθεί ο χώρος της Ψαραγοράς (Ψαροπλιά) απλός και ανθρώπινος, για να αποτελέσει μιαν ελάχιστη όαση μέσα στη μονοτονία του γυαλιού και της πέτρας και μια σύντομη, έστω, ανάσα δροσιάς στο υπερφορτωμένο και γυμνωμένο κέντρο της πόλης, κάνοντάς το γλυκύτερο και ομορφότερο. Η ανάπλασή της υπακούει στην επιθυμία μας να λειτουργήσουν στη μικρή της πλατεία συμπαθητικά μαγαζάκια, παραδοσιακά –κατά κύριο λόγο– ουζερί με τοπικό χαρακτήρα και προϊόντα που θα αναδεικνύουν την οσμή και τη γεύση της Άρτας.
Οι ως τώρα, ωστόσο, δημοπρατήσεις δεν έφεραν αποτέλεσμα. Προφανώς γιατί οι απαιτήσεις του δήμου, ο οποίος είναι και ο ιδιοκτήτης των μαγαζιών, προβάλλουν απαγορευτικές για τις δυνατότητες των ενδιαφερομένων, σε μια εποχή που η πελατεία μειώνεται και ο ανταγωνισμός παίρνει δραματικές διαστάσεις. Κι έτσι για ένα χρόνο και κάτι ο χώρος παραμένει αναξιοποίητος, αλλά και ακυβέρνητος και αφημένος στο έλεος και στην ασυδοσία των περιοίκων και των περαστικών. Ο δήμος χάνει τα αναμενόμενα και άκρως αναγκαία για τις λειτουργίες του έσοδα, και τα ξέφραγα μαγαζιά γεμίζουν με ακαθαρσίες, σκουπίδια και άχρηστα αντικείμενα παντός είδους.
Το τραγικό δε συνίσταται στην αρμοδιότητα ή στην αναρμοδιότητα του δήμου. Το τραγικό συνίσταται στη μικροψυχία –και την ανοησία– των μαγαζάδων της περιοχής, που τρέφονται με την αυταπάτη πως τους βολεύει η τριτοκοσμική αυτή εικόνα: από τη μια η γκλαμουριά των αναπαυτικών καθισμάτων και των κρυστάλλινων ποτηριών που φτιάχνουν τη βιτρίνα των δικών τους μαγαζιών• και από την άλλη, δίπλα τους ακριβώς, η βρομιά και η δυσωδία που συσσωρεύονται στα αδειανά και παραμελημένα δημοτικά καταστήματα και προχωρούν λίγο – λίγο μπαίνοντας όπου βρουν ανοιχτή πόρτα! Γιατί έχει και η βρομιά τα δικά της πόδια, όσο κι αν, συνήθως, δε θέλουμε να το καταλάβουμε.
Τα πράγματα είναι πολύ, πάρα πολύ απλά: εφόσον πραγματικά νοιάζεσαι για το δικό σου συμφέρον και φροντίζεις για την υγεία και την αισθητική του δικού σου χώρου, από τον οποίο ζεις, απαιτείς από τις δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες να λάβουν τα μέτρα τους και να σε προστατεύουν. Κι αν αυτό δε γίνεται τελικά, γιατί κωφεύει ο δήμος, αναθέτεις εσύ σε έναν δυο εργάτες να καθαρίσουν το χώρο, για να μην περπατήσει μαζεμένη η βρομιά και μπει και στο δικό σου κατάστημα. Και η κίνησή σου αυτή θα σου στοιχίσει ελάχιστα. Μπροστά ιδίως στο πολλαπλό κέρδος που θα σου αφήσει. Αν σέβεσαι αληθινά τον εαυτό σου και, ιδίως, τον πελάτης σου από την τσέπη του οποίου περιμένεις να ζήσεις.
Αλλά και ο πελάτης –ο πολίτης, ας πούμε– πώς μπορεί να νιώθει ασφαλής και να απολαμβάνει το ρόφημά του δίπλα σε σκουπιδότοπους; που δεν απειλούν μόνο την υγεία του και δεν προσβάλλουν απλά την αισθητική του, αλλά υποτιμούν βάναυσα και την ιδιότητά του ως πολίτη; Και πώς δεν απαιτεί απ’ τους ιδιοκτήτες των μαγαζιών να τους παράσχουν ένα περιβάλλον που θα τον λογαριάζει και θα τον σέβεται και ως καταναλωτή και ως πολίτη και ως άνθρωπο; Μήπως και οι πολίτες που σέβονται τον εαυτό τους οφείλουν τελικά να γυρίζουν την πλάτη στους επαγγελματίες εκείνους που ελάχιστα τους νοιάζει τι πάει να πει πολιτισμός και τι πράγμα είναι η ευθύνη;
Τόσα χρόνια μέσα σε τόση ακαταστασία και απρονοησία δεν μπορούμε να καταλάβουμε εντέλει πως οι εγκαταλειμμένοι και παραμελημένοι χώροι –δημόσιοι, δημοτικοί και ιδιωτικοί– μας εκδικούνται; Και πως η εκδίκησή τους αυτή ριζώνει βαθιά και δύσκολα μετά ξεριζώνεται;