Αρχή
Ο λοιμός της Αθήνας κι ο κορονοϊός της Κίνας
Όσο κι αν ένας απλός πολίτης ευτυχεί στις ιδιωτικές του υποθέσεις, καταστρέφεται και ο ίδιος μαζί με την πατρίδα του, αν καταστραφεί εκείνη.
Θουκυδίδης, Β, 60
Το 429 π. Χ., δεύτερο έτος του πελοποννησιακού πολέμου, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα ο λοιμός. Η αρρώστια είχε άλλοτε παρουσιαστεί και σε άλλα μέρη, αλλά πουθενά τόσο θανατηφόρα και σε τόση έκταση. Ούτε καν οι γιατροί, που για πρώτη φορά την αντιμετώπιζαν, δεν μπορούσαν να βοηθήσουν, αντίθετα πέθαιναν οι περισσότεροι επειδή έρχονταν σε επαφή με τους αρρώστους. Ανώφελες και οι παρακλήσεις στους βωμούς και τα μαντεία· αποκαμωμένοι οι άνθρωποι, τα παράτησαν κι αυτά.
Η αρρώστια ήταν τέτοια, σημειώνει ο Θουκυδίδης, που οι λέξεις δε φτάνουν να την περιγράψουν. Αδύνατο να την αντέξει ανθρώπινη φύση. Καμιά σχέση με τις συνηθισμένες αρρώστιες. Τα όρνια και τα ζώα που τρώνε ανθρώπινο κρέας, δε ζύγωναν τα πολλά άταφα σώματα· κι αν τ’ άγγιζαν πέθαιναν κι αυτά. Όσο κρατούσε ο λοιμός, εξαφανίστηκαν ακόμη και οι σκύλοι, που είναι κατοικίδια ζώα.
Στην αρχή εμφανιζόταν με δυνατούς πονοκεφάλους, υψηλό πυρετό και φλόγωση των ματιών. Το στόμα βρωμούσε. Ακολουθούσε το φτάρνισμα, και η αρρώστια κατέβαινε στο στήθος προκαλώντας δυνατό βήχα. Όταν κατέβαινε στην καρδιά, έφερνε μεγάλη αναταραχή, δυνατούς εμετούς και κενώσεις κάθε είδους χολής. Τους περισσότερους τους έπιανε λόξιγκας με δυνατούς σπασμούς. Σ’ άλλους σταματούσε γρήγορα, σ’ άλλους κρατούσε πολύ.
Το σώμα ήταν κοκκινωπό και χλομό, γεμάτο φουσκαλίδες και εξανθήματα. Όμως ο εσωτερικός πυρετός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να υποφέρουν ούτε τα πιο λεπτά ρούχα και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση αν μπορούσαν να μπουν σε δροσερό νερό. Και πολλοί, που δεν είχαν κανέναν να τους προσέχει, έπεφταν στις στέρνες τυραννισμένοι από ακατάπαυστη δίψα, που δεν μπορούσαν να τη σβήσουν όσο νερό κι αν έπιναν. Δεν μπορούσαν να βρουν καμιά ανάπαυση και τους βασάνιζε η αϋπνία.
Όσο η αρρώστια ήταν στην οξεία φάση της, το σώμα έφτανε στα όρια της αντοχής του και δεν αδυνάτιζε. Έτσι οι περισσότεροι πέθαιναν την έβδομη ή την ένατη μέρα από τον υψηλό πυρετό, ενώ είχαν ακόμα δυνάμεις. Αν περνούσε αυτό το στάδιο, τότε η αρρώστια κατέβαινε στην κοιλιά, όπου προκαλούσε έλκος και ακατάσχετη διάρροια. Πρόσβαλλε τα γεννητικά όργανα, τα χέρια και τα πόδια. Όσοι σώθηκαν, άλλοι έμειναν παράλυτοι στα άκρα τους, άλλοι τυφλοί και άλλοι πάθαιναν αμνησία. Όταν έγιναν καλά, δεν ήξεραν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δεν αναγνώριζαν τους συγγενείς και τους φίλους τους. Το χειρότερο απ’ όλα δεν ήταν μόνο η κατάθλιψη εκείνων που αρρώσταιναν και απελπίζονταν αμέσως, αλλά και το ότι, νοσηλεύοντας ο έναν τον άλλον, κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν σαν τα πρόβατα…
Εκείνο που χειροτέρεψε πολύ την κατάσταση ήταν η συγκέντρωση μέσα στην πόλη όλου του πληθυσμού της υπαίθρου. Υπέφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. Χωρίς σπίτια, μέσα σε πνιγηρές καλύβες το καλοκαίρι, πέθαιναν ανάκατα ο ένας πάνω στον άλλον ή σέρνονταν στους δρόμους μισοπεθαμένοι. Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήσαν γεμάτοι νεκρούς. Καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι απ’ την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση και αδιαφορούσαν για τα ιερά και τα όσια. Δεν τηρούσαν πια καμιά απ’ τις τελετές για την ταφή των νεκρών κι ο καθένας έθαβε τους δικούς του όπως μπορούσε.
Αμέτρητα και πρωτόγνωρα τα κακά που προξένησε η απότομη μεταβολή της τύχης. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, τους κληρονομούσαν κι έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία. Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Η ευχαρίστηση της στιγμής και το άμεσο κέρδος κατάντησε να θεωρείται και καλό και χρήσιμο. Ούτε ο φόβος των θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν. Επειδή έβλεπαν ότι άλλοι πέθαιναν, χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια την αίσθηση της ευσέβειας και κανείς δεν πίστευε πως θα γλιτώσει απ’ την αρρώστια για να δώσει λόγο και να τιμωρηθεί για τις άδικες πράξεις του.
Τίποτε δεν κλόνισε περισσότερο το ηθικό των Αθηναίων και δε μείωσε τη στρατιωτική τους δύναμη όσο η επιδημία. Τουλάχιστον τέσσερις χιλιάδες τετρακόσιοι οπλίτες και τριακόσιοι ιππείς πέθαναν από την αρρώστια. Απ’ τον πολύ λαό είναι αδύνατο να εξακριβωθεί πόσοι πέθαναν.
Το εξαιρετικό είναι ότι η επιδημία περιορίστηκε στην Αθήνα και δεν επεκτάθηκε στην Πελοπόννησο, τουλάχιστο σε βαθμό άξιο λόγου, παρά το γεγονός ότι οι Πελοποννήσιοι ήταν την ίδια εποχή στρατοπεδευμένοι στην Αττική, από την οποία αποχώρησαν, όταν από τους αυτομόλους και τις πολλές φωτιές όπου έκαιγαν οι Αθηναίοι τους νεκρούς τους έμαθαν για την αρρώστια που τους θέριζε.
Άλλο ο λοιμός της Αθήνας κι άλλο ο κορονοϊός της Κίνας; Ίσως ναι. Ίσως κι όχι. Όταν η μπόρα περάσει και μπούμε στην εποχή του μετά, μπορεί τότε να βάλουμε πιο ψύχραιμοι το δάχτυλο στην πληγή. Αν εντωμεταξύ δε μας βρουν άλλοι κορονοϊοί!