Έτσι καταντήσαμε την Ελλάδα
Γράφει ο Δημήτρης Βλαχοπάνος
Θλιβερές σκιές, εγκαταλειμμένες στο περιθώριο της ζωής και της οικονομίας,
σίδερα και σάπια κατεδαφισμένα υλικά,
πνιγμένα στους θάμνους και στην
ομίχλη της αφόρητης και εκνευριστικής μοναξιάς
Συσκευαστήριο Κομμένου: δεν έχει μείνει τίποτε στη θέση του και δε στέκεται όρθιο τίποτε. Μια γενική λεηλασία της δημόσιας περιουσίας. Χωρίς καμιά λύπη. Και χωρίς ίχνος ντροπής. Λες και κατοικούν βάρβαροι και βάνδαλοι σε τούτο τον τόπο.
Κι αυτό γιατί το δόγμα που έχει κυριαρχήσει στη συνείδηση πολλών μας είναι σαφές και, σήμερα ιδίως, τρομακτικό: «ο ζημιών το έθνος ουδένα ζημιοί». Αλλά και γιατί αυτοί που ανέλαβαν να φτιάξουν συσκευαστήρια και τέτοια, καθόλου δε νοιάστηκαν ούτε πώς θα καλύψουν τα έξοδα κατασκευής τους και θα ξεπληρωθούν τα δάνεια ούτε πώς θα συντηρηθούν οι εγκαταστάσεις τους και δε θα τις φάει το μαύρο σκοτάδι.
Ας μην αυταπατόμαστε, λοιπόν. Αυτή είναι η Ελλάδα όπως τη φτιάξαμε ασυλλόγιστα σαν τα μούτρα μας κι όπως με την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μας την κατεδαφίσαμε λες και τη μισούσαμε. Μια διάλυση των πάντων με τη φοβερή ανευθυνότητα πως, αφού το αγαθό αυτό δεν είναι δικό μας και αφού δεν πρόκειται να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν για οποιαδήποτε κατάντια του, ας γίνει κομμάτια κι ας νοιαστούν οι άλλοι γι’ αυτή. Και τι με μέλει εμένα; Αν αυτά φτιάχτηκαν με δάνεια που τα πληρώνει τώρα διπλά και τριπλά ο ελληνικός λαός, ο οποίος δοκιμάζεται εξαιτίας αυτών άγρια, αυτό πια καμιά σημασία δεν έχει.
Το συσκευαστήριο, βέβαια, του Κομμένου δεν είναι φυσικά μια λυπηρή εξαίρεση. Είναι, αντιθέτως, ο δραματικός έως τραγικός κανόνας που διαπερνά και γονατίζει την πατρίδα μας από το ένα ως το άλλο της άκρο. Χιλιάδες μικρές και μεγάλες –συνεταιριστικές κατά κύριο λόγο– επιχειρήσεις που φτιάχτηκαν με χρήματα του ελληνικού λαού έχουν καταλήξει σε κρανίου τόπο. Κανένας από τους, υποτιθέμενους, αρμόδιους δεν έβγαλε ούτε μια δεκάρα απ’ την τσέπη του. Τουναντίον μάλιστα. Κάποιοι μπορεί να έβαλαν από τα… περισσεύματα των κατασκευών και των αγορών πολλές δεκάρες στις τσέπες τους.
Τι απέγιναν όλες αυτές οι εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα και τα πάσης φύσεως υλικά που ήταν αναγκαία για να πάρουν μπροστά οι μηχανές της παραγωγής, της μεταποίησης και της αγοράς; Συντρίμμια. Και σκουριές. Θλιβερές σκιές, εγκαταλειμμένες στο περιθώριο της ζωής και της οικονομίας, σίδερα και σάπια κατεδαφισμένα υλικά, πνιγμένα στους θάμνους και στην ομίχλη της αφόρητης και εκνευριστικής μοναξιάς. Αλλά και πεταμένα λεφτά, που μας τα ζητάνε επιμόνως πολλαπλάσια οι δανειστές πίσω, έχοντας βάλει στο μάτι τους τη δημόσια περιουσία και τη χώρα ολόκληρη. Εκατομμύρια σπαταλήθηκαν για να φτιαχτούν και να στηρίξουν την παραγωγή και την οικονομία της χώρας και των τοπικών κοινωνιών. Εκατομμύρια που δεν αξίζουν σήμερα ούτε ένα Ευρώ. Στ’ αζήτητα. Και αγνοούμενα.
Όμως οι τράπεζες που έδιναν αφειδώλευτα τότε τα δάνεια, γυρεύουν να πάρουν πίσω τα χρήματα που βγήκαν απ’ τα ταμεία τους. Αλλιώς θα κλείσουν. Κι αν κλείσουν οι τράπεζες, κλείνουν γενικώς οι διακόπτες που δίνουν κίνηση στη ζωή. Κι έτσι ο Έλληνας φορολογούμενος επιστρέφει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με περικοπές δηλαδή στο εισόδημά του, με εκποίηση της περιουσίας του, με αύξηση των φόρων, τα δάνεια που έλαβαν οι κάθε λογής επίδοξοι επιχειρηματίες και οι παράγοντες των συνεταιρισμών για να στήσουν τις νέες βραχύβιες, και εντέλει άχρηστες πλέον, επιχειρήσεις τους.
Το δράμα μας είναι που τα χαλασμένα και λεηλατημένα είναι αδύνατο να ξαναφτιαχτούν και να δουλέψουν πάλι. Και για να φτιαχτούν άλλα καινούργια, ούτε χρήματα υπάρχουν ούτε κι εμπιστοσύνη πως θα γίνει έντιμη διαχείριση και δε θα τοποθετηθούν τα χρήματα σε εξοχικά κι ακριβά διαμερίσματα κι αυτοκίνητα των επιδέξιων που ξετρυπώνουν παντού. Αλλά ούτε και η βεβαιότητα πως θα γλιτώσουν απ’ τα βέβηλα χέρια και δε θα ’χουν κι αυτά την τύχη που είχαν και τ’ άλλα.
Είναι φοβερή η εικόνα της ερειπωμένης παράγκας που κατάντησε η χώρα μας. Φτάσαμε πια στο σημείο μηδέν. Και συνεχίζουμε, δυστυχώς, τον κατήφορο βγάζοντας τα μάτια μας με τα ίδια τα χέρια μας. Κάθε ομάδα θυμωμένων που την πνίγει το δίκιο της τάχα, σπάζει και καίει ό,τι βρίσκει μπροστά της. Κι ο λογαριασμός μετά πάει στον ελληνικό λαό. Συμμαζεύεται όλο αυτό το σκουπιδαριό; Και μπορεί να πει τάξη σ’ αυτή τη χωματερή και σ’ όλα αυτά τα συντρίμμια που μας έχουν κυκλώσει από παντού και πνίγουν όσο τα βλέπουμε την ανάσα μας;
Θέλει δουλειά πολλή. Και θέλει απ’ όλους δουλειά. Και σύμπνοια του λαού. Και σοβαρότητα απ’ αυτούς που ευθύνονται για όσα φοβερά και στραβά έχουν γίνει. Κι απ’ αυτούς που ευθύνονται για όσα θα γίνουν στο εξής.
Τις φωτογραφίες μας τις παραχώρησε ο Δημ. Κοντογιάννης του Αντώνη