Ο Αραβώνας
Με τη Σοφούλα φυλάγαμε μαζί τα κατσίκια. Τα δικά της αυτή κι εγώ τα δικά μου. Τα βγάζαμε πάνω εκεί στη ραχούλα, πίσω απ’ τα σπίτια μας, και καθόμασταν με τις ώρες στη δική του ο καθένας μεριά. Αγκαλιά με τη ρόκα της η Σοφούλα
κι εγώ με τη σφεντόνα στα χέρια μου έτοιμη να ρίξει απάνω σε τίποτε κοτσύφια και καλογιάννους. Να πω πως την πρόσεξα, θα πω ψέματα. Γιατί η Σοφούλα ήταν μεγαλύτερή μου κοντά πέντε χρόνια. Είκοσι τρία εκείνη κι εγώ δεκαοχτώ.
Έρχεται ένα βράδυ ο πατέρας μου.
- Θα πάμε συνοικέσιο στη Σοφούλα και θα τη χαλέψουμε νύφ’. Θα περάσουμ’ καλά, θα φάμε, θα πιούμε. Δέχεσαι;
- Δέχομαι, του ’πα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Πέμπτη μου το ’πε. Σάββατο έγιναν οι αρραβώνες. Πλακώσαμε στης Σοφούλας όλο το σόι, της φόρεσε η μάνα μου στο δάχτυλο χάλκινη βέρα, της έδωσε δώρο κι ένα κομμάτι φανέλα να το κάνει φουστάνι, φάγαμε, ήπιαμε, δώσαμε λόγο, έταξε κι ένα χωράφι ο πατέρας της και πεντέξι γκαστρωμένες κατσίκες, συντάχτηκε το προικοσύμφωνο – βράκες, πουκάμισα, σώβρακα, φλοκωτά, κάτι λίρες χρυσές – κι επιστρέψαμε τα μεσάνυχτα στο κονάκι μας ευτυχείς και χορτάτοι.
Δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα, αλλά ήμουν κιόλας κοτζάμ παιδί κι όσο να ’ναι οι διάολοι ξύπναγαν κι αναδεύονταν μέσα μου. Την Τετάρτη το βράδυ μ’ έφερε ο δρόμος στο σπίτι της.
- Κάτσε να φας, μου πρότεινε ο πεθερός μου, θα μας φτιάξ’ η Σοφούλα μπακαλιάρο με αβγά.
«Νοστιμιές απ’ της Σοφούλας τα χέρια», σκέφτηκα ευχαριστημένος κι έπιασα το σκαμνί. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και τ’ αδειάσαμε, κατεβάσαμε μια μπουκάλα κρασί, πού και πού γύριζα το βλέμμα λοξά και καμάρωνα τη Σοφούλα, που σε λίγο θα γινόταν γυναίκα μου και θα ηρεμούσε τους διαβόλους που με παίρνανε και με σήκωναν.
- Κάτσε απόψε εδώ, θα σου στρώσει η Σοφούλα εδωιαγιά, δίπλα στ’ γωνιά, και το πρωί φεύγ’ς και πας σπίτι σ’, μου σύστησε πατρικά και μερακλωμένος απ’ το κρασί, όταν αδειάσαν τα πιάτα κι έπιασε την άκρη η μπουκάλα.
Τι να κάνω; Μ’ άρεσε, να πούμε, κι εμένα κι έκατσα εκεί. Καλά κοιμήθηκα, ίσως βοήθησε το κρασί. Πρωί – πρωί φτάνω στο σπίτι, ξυπνητοί όλοι.
- Καλ’μέρα, τους φώναξα σχεδόν τραγουδιστά.
Τίποτα εκείνοι. Ίτς κρίσ’.
- Καλ’μέρα, εγώ πάλι, σε άλλο τόνο τώρα.
Τίποτα εκείνοι. Σοβαρός ο πατέρας κι αμίλητος.
- Γιατί δε μ’ κρέν’τι; διαμαρτυρήθηκα. Κι είχε ένα παράπονο μέσα η φωνή μου. Γιατί κάτι κατάλαβα.
- Να πας να πεις καλ’μέρα εκεί πο ’φαγες εψές και κοιμήθ’κες, μου φώναξε με αυστηρό ύφος. Και τα μάτια του αγέλαστα.
- Στ’ν αρραβωνιαστικιά μ’ ήμαν, τι κακό έκανα; ύψωσα τη φωνή μου σαν να με πρόσβαλε.
- Άκ’ να σ’ πω παιδί μ’, μπήκε αμέσως στο θέμα ο πατέρας μου. Είπαμε να σ’ αρραβωνιάσουμ’ κι όχ’ να σε παντρέψουμ’. Θέλ’ς δυο χρόνια να πας στρατιώτ’ς και τρία το στρατιωτικό σ’ πέντε. Έχ’ς και τρεις αδερφές ανύπαντρες. Θα βγάλουμε αυτές πρώτα κι ύστερα εσένα. Πέντε χρόνια λογάριασε. Θ’ απολ’θείς και μετά θα φορέσ’τε στεφάν’. Και πέντε χρόνια δεν έχ’ ούτε πεθερ’κά ούτε αρραβωνιστ’κιά. Κατάλαβες;
Όχι, δεν κατάλαβα. Κι έφυγα τρέχοντας σαν παλαβός απ’ το σπίτι. Έφτιαχναν τότε τους δρόμους, τους άνοιγαν και τους έστρωναν με χαλίκια και τέτοια, πήγα στους εργολάβους, τους παρακάλεσα, μπήκα εργάτης και ξενύχταγα στα καλύβια και στα μαντριά. Κέρβερος ο πατέρας μου. Βρίσκει τον πεθερό μου στο δρόμο.
- Γεια σου, τον χαιρέτησε εκείνος.
- Στάσου κι άσ’ το το γεια σου, αγρίεψε και μπήκε μπροστά του.
Στάθηκε και περίμενε. Πήρε πέντε μικρές πέτρες και τις έβαλε τη μια πάνω στην άλλη.
- Αυτός ο αρραβώνας έτσι για ιά θα γίν’, του φώναξε κι έδωσε μια κλοτσιά με την αρβύλα του και σκόρπησαν πέρα οι πετρίτσες.
Έφυγε συλλογισμένος εκείνος. Μα πείσμωσα εγώ και δεν έκανα με τίποτα πίσω. Η Σοφούλα ήταν φτιαγμένη από μάλαμα. Νοέμβρη αρραβωνιαστήκαμε, τον Αύγουστο κανόνισα να της βάλω στεφάνι. Παίρνω δανεικό σακάκι και πάω, Σάββατο απόγευμα, να τον βρω στην πλατεία. Καθόταν κάτω απ’ τον πλάτανο. Ανέμελος.
- Αποφάσισα να παντρευτώ, ζητάω την ευχή σου.
Με κοίταξε. Τα μάτια του έφεγγαν και τρεμόπαιζαν.
- Την έχεις, μου απάντησε ατάραχος. Χώμα να πιάν’ς και να γένεται μάλαμα.
Φεύγω με την ευχή του χαρούμενος και πηγαίνω στο σπίτι μου, ύστερα από χρόνο καιρό.
- Ετοιμαστείτε, φωνάζω στ’ αδέρφια μου. Παντρεύομαι απόψε.
Φόρεσαν τα καλά τους και χάρηκαν. Δεν προλάβαμε να βγούμε στο δρόμο, έφτασε εκείνος.
- Εσείς για πού; χούγιαξε.
- Στο γάμο τ’ Χ’στοφοράκ’, του απάντησαν εκείνα.
Άπλωσε τη χερούκλα του και τα δάχτυλα τρέμανε από θυμό. Κι έπεσε σαν κεραυνός πάνω στα μάγουλά τους που νιώσανε τη γη να γυρίζει ανάποδα.
- Πίσω στο σπίτ’, ήχησε δαιμονικιά η φωνή του. Ο Χ’στόφορος τ’ αποφάσ’σε να παντρευτεί μόνος του. Μόνος του τ’ αποφάσισε, μοναχός του θα πάει. Κανείς άλλος, ακούτε;
Ρέκαξε εκείνος με μάτια που βγάζαν φωτιές. Κι απλώθηκε νεκρική σιωπή στην αυλή μας.
Τι να κάνω; Το λόγο τον έδωσα. Έγερνε ο ήλιος. Οι άλλοι περίμεναν. Παίρνω τον Ασημάκη, το γύφτο, που είχε το αμόνι του κάτω απ’ το σπίτι μας, φωνάζω και το μπάρμπα μου το Νάσο και φεύγουμε οι τρεις μας. Μπροστά εγώ, πίσω μου αυτοί. Στο σπίτι της νύφης ο παπάς κι ο κουμπάρος. Το σόι της Σοφούλας εκεί, αδερφές και ξαδέρφες, μπαρμπάδες και θειάδες, ευλόγησε το γάμο ο παπάς, άλλαξε τα στέφανα ο νουνός κι έγινε η Σοφούλα γυναίκα μου. Κι έκανε μάλαμα το χώμα που έπιανε.