Τεφτέρια και μνημόνια
"Ελπίζω, μωρέ Λαμπράκη, να μην ξέχασες εκείνο το χρέος. Τώρα που έπιασες λεφτά στα χέρια σου κι έφτιαξαν τα πράματα, φρόντισε, με την πρώτη ευκαιρία, να τακτοποιήσεις τα βερεσέδια."
Από τη συλλογή διηγημάτων «Πηγάδια και πήγασοι»
Είχα έναν μπάρμπα εκεί στο χωριό, πρώτο ξάδερφο του πατέρα μου. Ήταν μπακάλης: τυροί, έλαια, λίπη, εδώδιμα, αποικιακά. Τέτοια πράγματα. Όταν πέθανε, είπανε όλοι «θεός σχωρέσ’ τον, καλός άνθρωπος ο Θοδωρής». Το πρώτο το εννοούσαν. Γιατί έπρεπε πραγματικά να τον συγχωρήσει ο θεός για τις πάμπολλες αμαρτίες του. Το δεύτερο δεν το εννοούσαν, το έλεγαν έτσι όπως λέμε όταν αποδημεί κάποιος εις Κύριον και δεν πρόκειται να ματάρθει. Ας πάει στο καλό του, λέμε και γυρίζουμε στα σπίτια μας ήσυχοι.
Είχε πολλές παραξενιές ο μπάρμπα Θόδωρος. Κι η πιο μεγάλη του να πανωγράφει και να φουσκώνει τα τεφτέρια του βερεσέδια. Κι αλίμονο σε όποιον δεν είχε και υποχρεωνότανε να αγοράσει βερεσέ. Ήταν αδύνατο να ξεμπερδέψει ο άνθρωπος και να δει άσπρη μέρα. Πλήρωνε – πλήρωνε, μα κάθε φορά όλο και κάτι έμενε στο τεφτέρι. Κι αυτό το κάτι μεγάλωνε μέρα τη μέρα. Στην εκκρεμότητα ο χριστιανός και στη συλλογή. Έπρεπε να πουλήσει τα υπάρχοντά του, αν είχε, για να βγάλει τα χρέη του. Αλλιώς έπρεπε να πουληθεί ο ίδιος παίρνοντας το δρόμο της ξενιτιάς και τρώγοντας εκεί ψωμί και κρεμμύδι, για να μαζέψει πέντε δεκάρες και να ξεγνοιάσει μια για πάντα με τα βερεσέδια τού μπάρμπα Θόδωρου για να ’χει μετά το κεφάλι του ήσυχο.
Τα λέω αυτά γιατί, απ’ τη στιγμή που φέραμε στην πατρίδα μας τους μπακάληδες της τρόικας και τους δώσαμε μπέζαχτο και τεφτέρι, φαίνεται πως την πατήσαμε σαν τους φτωχούς χωριανούς μου, που τους άλλαζε τον αδόξαστο ο μπάρμπα Θόδωρος και δεν τους άφηνε να δουν άσπρη μέρα. Γιατί βγάλανε τώρα οι νέοι μπακάληδες τους παλιούς λογαριασμούς και μας βρήκανε, λέει, χρεωμένους ως το λαιμό. Και τα χρέη μας δεν προκύψανε απ’ αυτά που μας δίνανε, μετρητά δηλαδή και όπλα και μηχανές και τεχνογνωσία και τέτοια. Προκύψανε από εκείνα που γράφανε στα χαρτιά τους. Μας δίνανε, φέρ’ ειπείν, ένα αεροπλάνο και μας χρέωναν δύο. Μας δάνειζαν πέντε δεκάρες και γράφανε στα τεφτέρια τους δέκα. Κι απ’ τα πανωγραψίματα αυτά κάτι τσίμπαγαν κι ορισμένοι εδώ που τους είχαν για κράχτες, για ντίλερ τους και μεσίτες.
Και ξεχείλωσαν τα κατάστιχά τους με ποσά που τρέχα γύρευε τώρα πώς μαζεύτηκαν και ποιος τα εγγυήθηκε. Το θέμα είναι πως αυτά τα ποσά τα παίρνανε στο όνομά μας οι κυβερνήτες μας και τα φορτώναν τις πλάτες μας. Σαν να λέμε, πηγαίνει κάποιος, ο Σοφοκλής, ας πούμε, στο ακριβότερο εστιατόριο της πόλης, τρώει και πίνει με τους φίλους του και λέει στο τέλος στο μαγαζά: γράψ’ τα στο λογαριασμό του γείτονά μου του Περικλή. Και βρίσκεται ο Περικλής, ο γείτονας λέμε, χρεωμένος μονίμως με τα φαγοπότια του Σοφοκλή, του γείτονά του, και της παρέας του. Κάπως έτσι!
Τώρα τρέχουμε και δε σώνουμε να πληρώνουμε. Μόλις ξεχρεώσουμε την τάδε, να πούμε, δόση, μας στέλνουν την άλλη. Αχόρταγο το θηρίο ζητά επειγόντως να ψάξουμε στα συρτάρια μας και να καταθέσουμε στα ταμεία του και την τελευταία μας δεκάρα. Λογαριασμοί πάσης φύσεως, που φέρνουν τη σκούφια μας γύρω. Κάποτε ζητούσαν αυξήσεις απ’ τους υπουργούς οι εργαζόμενοι κι εκείνοι υποστήριζαν πως το κράτος δεν έχει να δώσει, γιατί δεν έμεινε σάλιο κι έχει πλέον ξύσει τον πάτο του βαρελιού. Σήμερα ζητούν φορτικά οι υπουργοί να πληρώσουν οι εργαζόμενοι κι εκείνοι φωνάζουν πως δεν τους έμεινε σάλιο κι έχουν τρυπήσει τον πάτο του βαρελιού τους, φωνάζοντας έλεος!
Μα το χειρότερο απ’ όλα είναι που δεν έχουμε σε ποιον να πούμε τον πόνο μας και τον καημό μας. Γιατί έρχεται κι ο βουλευτής και σου λέει: κι εγώ πληρώνω και βρίσκομαι σε απόγνωση. Τα ίδια κι ο υπουργός. Κι ο υφυπουργός. Ακόμη κι ο πρωθυπουργός κι ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Κλαίγονται όλοι οι αντιπρόσωποί μας. Ψηφίζουν, υπογράφουν και κλαίγονται. Κι αναρωτιέσαι μετά με πόνο και οργή και αγανάχτηση: ποιος κυβερνά εδώ πέρα; σε ποιον ανήκει, εντέλει, ο τόπος μας; και γιατί, βρε βουλευτές, σας ψήφισε ο κόσμος; για να τον φουσκώνετε στα βερεσέδια και να του λέτε μετά πως του είστε αλληλέγγυοι και πως, αν σας ζητήσουν οι φερτοί μπακάληδες να του αλλάξετε πάλι τα φώτα, θα το κάνετε γιατί αυτό ακριβώς τον συμφέρει;
Δεν ξέρω κι εγώ. Χαμένα τα ’χω. Καθώς χαμένα τα ’χε κι ο μπάρμπα Λάμπρος που του φούσκωνε ο μπάρμπα Θόδωρος τους λογαριασμούς και λογαριασμό δεν του ’δινε πώς του προκύπτανε τόσα χρέη!