Αντί ευχών
Ο Ελευθερωτής
Θ’ ασχημίσει ο κόσμος πολύ και θα ζει στο μαράζι, αν κάποια μέρα μείνει δίχως πουλιά
Εγώ τις σφεντόνες, τα μυτερά καλάμια, τα κυνηγητικά και τα πολεμικά εν γένει δεν μπορώ να πω πως τα χώνεψα ιδιαίτερα. Δεν ήθελα να τα πιάνω στα χέρια μου. Γιατί αγαπούσα πολύ τα πουλιά και πολλές φορές μου ερχόταν να μιλήσω μαζί τους και να βγάλω φτερά, να με παίρνουν κι εμένα και να φεύγω μακριά, πουλί χελιδόνι να γίνομαι και πελαργός και σ’ άλλα να πετάω μέρη, ν’ αρμενίζω στα πέλαγα και σε καινούργιους να βρίσκομαι τόπους, μακριά να ’μαι κι από ψηλά ν’ αγναντεύω τη γη μου, τα φτωχά μας καλύβια, τα χλοερά μας λιβάδια, τα πάντα.
Μα με παρέσερναν οι φίλοι μου τα θηρία και πήγαιναν να με μπλέξουν κι εμένα και να με βάλουνε στα παιχνίδια τους, δηλαδή, τι παιχνίδια; γενοκτονία πουλιών ήταν και εγκλήματα κατά της φύσης και της οικολογικής ισορροπίας… Αλλά πού να ξέρουμε εμείς τότε από τέτοια;
Μια φορά στη ζωή μου μονάχα σκότωσα ένα σπουργίτι. Κι ήταν σα να σκότωσα τον εαυτό μου. Διάβαζα στην καλύβα μας, ήμουν δεν ήμουν οχτώ χρονών παιδάκι, αλλά είχα στο λαιμό μου κρεμασμένη και τη σφεντόνα μου. Πού και πού διέκοπτα κι έβγαινα στην πορτούλα μας κι έριχνα τα μάτια μου πάνω στα δέντρα μας, να δω τι γίνεται ανάμεσα στα κλαδιά και τα φύλλα τους, μπα και μου γυαλίσει κανένα σπουργίτι ή κάνα τσόνι και γίνω κι εγώ ήρωας ρίχνοντάς το στα πόδια μου.
Κάπου πήρε το μάτι μου κάτι φτερά να κουνιούνται, ζυγώνω στο δέντρο, τεντώνω τα λάστιχα, σφίγγω δυνατά το πετσί, φεύγει το χαλικάκι και το σπουργιτάκι έπεσε άψυχο κάτω, χτυπημένο απ’ το επιδέξιο χέρι μου. Χάρηκα. Ήμουν κι εγώ κυνηγός σαν τους άλλους! Μα ύστερα, όταν το πήρα στα χέρια μου, πήγαν να με πάρουν τα δάκρια. Και πολύ πόνεσα που τούτο το μικροσκοπικό κι αδύναμο πλασματάκι έπεσε νεκρό στην αυλή μας, στην αυλή μας που γινόταν παράδεισος κάθε φορά που μαζεύονταν τα παιδιά και κελάηδαγαν και τραγούδαγαν κι έτρεχαν κι έπαιζαν κι ομόρφαιναν τη ζωή.
Από τότε πέταξα πέρα σφεντόνες, χαλίκια κι όλα τα συναφή. Γι’ αυτό και η παρέα σπανίως με καλούσε να πάω να κυνηγήσω μαζί της. Τι μ’ ήθελε; Καμιά φορά μόνο, απογεύματα του Σαββάτου, που μαζεύονταν δέκα – δεκαπέντε παιδιά, μου πρότειναν ν’ ακολουθήσω κι εγώ. Που αντιστεκόμουν σθεναρά.
Και, εδώ που τα λέμε, καλά έκανα, γιατί αυτά δε λογάριαζαν άγιο και θεό, άμα έβγαινε μπρος τους πουλί. Κόντευαν να βγάλουν τα μάτια τους με τις σφεντόνες και τα καλάμια που κράδαιναν σαν βάρβαρα στίφη στα χέρια τους. Πανζουρλισμός ένα απόγευμα γύρω από μια βατσινιά που τριγύριζαν μέσα πεντέξι κοτσύφια. Αλαλαγμοί και φωνές, τρέξιμο γύρω – γύρω και τα λάστιχα τέζα, κραυγές και σχέδια μάχης, εσύ από εδώ, εσύ από εκεί, γρήγορα μη μας φύγουν, τρέξε από εκεί, πιάσε την τρύπα, στάσου ακίνητος, χτύπα με το καλάμι απ’ την άλλη μεριά, προσοχή μη χωθούν σε καμιά τρύπα, πανικός στη βατόνα, τρόμαξαν τα κοτσύφια και λούφαξαν, τραβάει μια ο Ζωγούλας, τραβάει άλλη μια κι ο Γιωργούλας,
- Όι μανούλα μου,
ρέκαξε ο Σταθάκης και βόγκηξε απ’ την άλλη πλευρά, φέρνει ανάμεσα στα φρύδια το χέρι του, κοιτάει, τι να ιδεί, γέμισαν αίμα τα δάχτυλα του παιδιού, το βλέπει ο Κώτσιος, τα χάνει και χοροπηδάει ουρλιάζοντας,
- Σφαίρα, σφαίρα παιδάκια μ’, σφαίρα, σφαίρα απ’ τ’ν Αμφιλοχία, έμπηξε τις φωνές και τα κλάματα και συμπλήρωσε σχεδόν κλαίγοντας: πάει ο Σταθάκ’ς,
τ’ ακούει ο Σταθάκ’ς, του ’ρθε λιποθυμία, έφερνε σαν τρελό γύρω – γύρω,
- Ζώη μου, φώναζε με λυγμούς, μαμάκα μου, ματάκι μου, γιάτρεψέ με, Ζωγούλα μου,
- Σκάσε, μωρέ σκατίλα, το μάλωνε ο Θάκιας,
βγάζει ο Ζωγούλας ένα μαντήλι απ’ την τσέπη του, το ’βρεξε και του ’πλυνε την πληγή, λίγο ακόμα και θα ’μενε το παιδί δίχως μάτι, το πήραν μετά και το πήγαν στη μάνα του λαβωμένο, τη βρήκαν να κάθεται στον αργαλειό, πετάχτηκε τρέμοντας πάνω, μοναχοπαίδι ο Σταθάκης, το παρέδωσαν κι έφυγαν τρέχοντας και τα μάτια τους πίσω δε γύριζαν κι ούτε άκουγαν τη Θοδώρα που ρέκαζε κι απειλούσε και τα ’βαζε με θεούς και δαιμόνους.
Μα ύστερα ο Θάκιας, έχοντας καταστρώσει καινούργια σχέδια για να μην αφήσουμε πουλί για πουλί στο χωριό,
- Είστε να τ’ς αλλάξουμ’ τα φώτα και να μην τ’ αφήσουμ’ σε χλωρό κλαρί; μας πρότεινε το βραδάκι, παραμονή Χριστουγέννων.
- Α, α, συγκατένευσαν οι βάρβαροι με χαρά.
- Από εδώ και πέρα δε θα τα σκοτώνουμ’. Θα τα πιάνουμ’ το βράδ’ ζωντανά, είπε κι έκανε ζάρες στη μπάλα του. Δε θα μείν’ φτερούγα για φτερούγα, μονολογούσε.
Πέρασαν τρεις – τέσσερις μέρες, οργανώθηκαν τα σχέδια καλά και, μόλις βασίλεψε ο ήλιος, τα χέρια μας κρατούσαν σφεντόνες, φακούς και καλάμια.
Έδωσε κατευθύνσεις ο Θάκιας, απευθύνθηκε τέλος και σε μένα που κώλωνα,
- Πάρε αυτό ιδώ το κλουβί, μου ’πε, κράτα το, ιδώ μέσα θα τα βάζουμ’ ζωντανά, πρόσεξε, κακομοίρη μ’, μη σ’ φύγουν, θα βάλω ισένα μες στο κλουβί.
Φτάσαμε κουβεντιάζοντας στα περιβόλια με τις πορτοκαλιές. Μπήκαμε μέσα, ησυχία παντού, απαλό το σκοτάδι, τα πουλιά κουρνιασμένα στα δέντρα, ζαλισμένα, νυσταγμένα, ποιος ξέρει; έπεφτε πάνω τους το φως του φακού, δεν προλάβαιναν ν’ ανοίξουν τα μάτια τους κι ένιωθαν την παλάμη του Θάκια να τα γραπώνει γερά και να τα χώνει με θρίαμβο στο κλουβί, σε λίγην ώρα γέμισε και βάραινε το κλουβί, περνούσε η ώρα και δε χώραγε άλλα, «πάμε», διάταξε ο Θάκιας, γυρίσαμε σπίτι του, «τώρα δε βλιέπουμ’, αύριο τα μετράμε», μας πρότεινε, φύγαμε για τα σπίτια μας, μα μόλις ξημέρωσε το πιάσαμε απ’ το πρωί, σχεδόν άνιφτα, στη αυλή του, έγινε η καταμέτρηση των πουλιών, η επιχείρηση στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, δεκάδες σπουργίτια τα στραγγάλισε ο Θάκιας και τα πέταξε για να κάνουν πανηγύρια οι γάτες του, άφησε ζωντανά δυο – τρία μονάχα, χοροπήδαγαν απ’ τη χαρά τους οι βάρβαροι, ερήμωνε και σκοτείνιαζε η δική μου ψυχή, τα χέρια μου έτρεμαν, γιατί συμμετείχαν κι αυτά στην αβάσταχτη τούτη εκατόμβη, «θα πάμε κι απόψε μ’ ένα κλουβί και θα ψάξουμ’ αύριο να βρούμε άλλο ένα», αποφάσισε ο Θάκιας και μου κόπηκαν τα γόνατα εμένα, μόλις άρχισε να πέφτει το πρώτο σκοτάδι κι η πρώτη δροσιά πάνω στα φύλλα των δέντρων, σηκώσαμε τα σύρματα ελαφρώς και μπήκαμε αγριεμένοι σ’ άλλο τώρα περβόλι.
Κάπως έγινε την ώρα που άπλωνε το χέρι του ο Θάκιας ανάμεσα στα κλαδιά – ίσως μπλέχτηκαν λίγο τα πράματα – και κόντεψε να του φύγει η παλάμη.
- Τι βαράς, μωρέ ξεκουτιασμένο, γκαβό είσαι, δε γλιέπ’ς; ρέκαξε και κυνήγησε το Ζωγούλα, που δεν άντεχε να κρατάει ανενεργή τη σφεντόνα του και να παίζει ρόλο κομπάρσου σ’ αυτόν τον εξαίσιο πόλεμο! Την ώρα που άπλωνε το χέρι του ο Θάκιας, του τραβάει μια, μπορεί κατά λάθος, και του αφήνει ξερή την παλάμη.
Μ’ άρεσε εμένα η σκηνή και θάρρεψα κάπως, μα δεν άργησε να συνέλθει ο Θάκιας και να ηρεμήσουν τα πνεύματα, άνοιγε κι έκλεινε στο άψε – σβήσε η πορτούλα και σπρώχνονταν μες στο κλουβί μου δεκάδες ξανά πουλιά μελλοθάνατα, δεν κατάλαβα τι έγινε κάποια στιγμή κι ελάφρωσε το κλουβί, ίσως να συνωμότησαν τα πουλιά μπρος στο βέβαιο θάνατό τους και να παραβίασαν με την τσιμπίδα τους τη συρμάτινη πόρτα, φτερουγίζοντας προς την ελευθερία, μπορεί να ’γινε κάποιο λάθος, πλησιάζει ο Ζωγούλας, κοιτάει, τι να ιδεί;
- Πού τα ’ναι τα π’λιά; χούγιαξε και χτυπιόταν.
- Ιδώ μέσα, ξέρω ιγώ, ψέλλισα κι άναβα τις μηχανές μου, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις μου.
- Έλα ιδώ, Θάκια, φτου γαμώτο, πάνε τα π’λιά, τ’ άφ’κε να φύγουν, σου ’πα, τι το θέλουμ’ αυτό τ’ αχαΐρευτο; συνέχιζε να χτυπιέται ο Ζωγούλας, ενώ έτρεξε καταπάνω μου ο Θάκιας βγάζοντας τη σφεντόνα του.
«Κίνδυνος», άκουσα μια φωνή δυνατή μέσα μου. Και πουλί έγινα. Παρατάω το κλουβί και τρέχω απελπισμένος από δέντρο σε δέντρο, πίσω μου αυτά με τις σφεντόνες τους τεντωμένες και τα χαλίκια να πέφτουν βροχή δίπλα μου, φτάνανε οι φτέρνες στον κώλο μου απ’ το φόβο μου και το τρέξιμο, ίδρωνα, έτρεμα κι αγκομαχούσα, λέγανε αυτά, έβριζαν κι απειλούσαν, δεν άκουγα τίποτε, έτρεχα μόνο, χώθηκα σε κάτι θάμνους και καλαμιές, λούφαξα και κράταγα την ανάσα μου, πέρασαν πολλές φορές δίπλα μου και μου φώναξαν να βγω για να δώσω λόγο, τίποτε εγώ, θα με σκότωναν, «θα δώκ’ς λογαριασμό αύριο, χαζοπούλ’», είπε τέλος ο Θάκιας κι έφυγαν παίρνοντας το κλουβί άδειο, ανάσανα, μα δεν έβγαινα ακόμη, περνούσαν οι ώρες, κρύωνα, φοβόμουν μη χιμήξει πάνω μου κάνα ζουλάπι, παίρνω άλλο δρόμο, μα πού να κλείσω μάτι το βράδυ; Ο φόβος; Η νίκη; Η απελευθέρωση των πουλιών; Η απόφασή μου να βάλω ένα τέρμα στη βαρβαρότητα αυτή;
Μπορεί, μα την άλλη μέρα δε βγήκα απ’ το σπίτι μου. Πού κόταγα; Ήρθαν απέξω και στήθηκαν περιμένοντας, τίποτα εγώ, πέρασε η μέρα, βράδυ ξανά, μα εγώ πουθενά, τα ’πιασε ο φόβος μην κάπου με χτύπησαν ή μην έπαθα κάποιο κακό, ποιον και πώς να ρωτήσουν, έτσι που έτρεμε το φυλλοκάρδι τους; παίρνουν κι άλλους φακούς και με ψάχνουν εκεί που μ’ αφήσαν, τους έρχονταν κλάματα, χώρισαν στα μουγκά χωρίς ούτε μια καληνύχτα να πουν, δεν έκλεισαν μάτι ως το πρωί και την άλλη μέρα δεν έσμιξαν πάλι, κλεισμένα στα σπίτια τους μετρούσαν τον τρόμο τους, βγαίνω στους δρόμους, κοιτάω απ’ τις γωνίες, πουθενά τα παιδιά, προχωρώ άκρη – άκρη κι έτοιμος να το βάλω στα πόδια, έρημοι οι δρόμοι, οι αλάνες, τα στέκια μας, περνούσε η ώρα κι ερήμωνε όλο η ψυχή μου, πάω στο Ζωγούλα, στην αυλή μόνο η μάνα του,
- Πού είναι ο Ζωγούλας, τη ρωτάω με ξέπνοη τη φωνή μου,
- Ο Ζωγούλας; έκανε, ιδώ του ’ναι, σαν κι να κοιμάται, μ’ φαίνετι, για να ιδού κιόλας.
Πλησιάζω κι εγώ στο παράθυρο. Κοιτάω, ξάπλα ο Ζωγούλας, βυθισμένος στον ύπνο του, φαινόταν το ξανθό του μονάχα κεφάλι, γύρισα κι έφυγα ήσυχος για το σπίτι μου.
«Θ’ ασχημίσει ο κόσμος, Ζωγούλα, πολύ και θα ζει στο μαράζι, αν κάποια μέρα μείνει δίχως πουλιά», συλλάβιζε μια φωνή μέσα μου. «Ο πόλεμος, Ζωγούλα μου, τέλειωσε, ας τ’ αφήσουμε ελεύθερα τα πουλιά», έγραψα ύστερα σ’ ένα χαρτί και το δίπλωσα για να του το δώσω μόλις ξυπνήσει.
Σε λίγες ώρες θα μας αποχαιρέταγε ο παλιός χρόνος. Ξημέρωνε η πρωτοχρονιά.