Η Βασιλόπιτα
Η μάνα μας ήταν φτωχιά και δεν είχε. Οι πλούσιες μάνες δεν ήταν παρά μόνο δυο στο χωριό. Η μια ήταν η δασκάλα, η Βγενιώ, η άλλη η θεια μας η Βάγκιω, που πήρε το μπάρμπα Γόρια, πρώτο ξάδερφο του πατέρα μας, ταχυδρόμο με μισθό, τυχερά και καλά περιβόλια. Στο σπίτι της κυρίας δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε και να περάσουμε ούτε απέξω.
Πολλά παιδιά όταν την έβλεπαν κατουριόνταν επάνω τους. Είχε στην αυλή της κι ένα σκυλί, τον Καρνάβαλο, που ούρλιαζε αγριεμένο, άμα έβλεπε άνθρωπο, και πεταγόταν στο δρόμο να τον ξεσκίσει, αν τολμούσε να περάσει απ’ αυτόν.
Όταν θέλαμε να ξεφύγουμε λίγο απ’ τη μπομπότα και τη φασολάδα της μάνας, το πιάναμε στη θεια μας τη Βάγκιω, την ώρα ιδιαίτερα που θα ξυπνούσε ο Βασιλάκης και θα του ’φτιαχνε το πρωινό ή το μεσημέρι που θα του ετοίμαζε το φαγάκι του.
Μέρα – νύχτα η μάνα μας να ξεπατώνεται στη δουλειά, στα χωράφια, στις γελάδες, στα πρόβατα, στο μαγείρεμα, στο ζύμωμα, στο πλύσιμο στο ποτάμι, να γεννάει αβέρτα και να μην ξέρει τι θα πει γιορτή και τι καματερή και τι είναι αυτή η ξεκούραση. Και πού να φτάσουν τα δυο χέρια της να χορτάσουν τα εφτά στόματα των παιδιών της και του πατέρα οχτώ. Το δικό της το ξεγέλαγε με τίποτε τρίμματα και ζουμιά που περίσσευαν και με τα ξεροκόμματα που έβρισκε στην καλάθα ή εδώ κι εκεί παρατημένα απ’ τα χέρια μας και τα ’χωνε στην τσεπούλα της και τα ροκάνιζε την ώρα που έπαιρνε το δρόμο για τα χωράφια.
- Πού τον είναι αυτός ο Άη Βασίλ’ς, μάνα, της φωνάζαμε την παραμονή της πρωτοχρονιάς, καθώς διαβάζαμε στα βιβλία του σχολείου κι ακούγαμε διάφορους να λένε γι’ αυτόν πως περνάει τα χωριά και τις πόλεις και πηγαίνει στα σπίτια που έχουν παιδιά και τους αφήνει το πρωί δώρα.
- Ου, πού να μας βρει ο Άη Βασίλ’ς εμάς εδώ πέρα που ’μαστε, μάνα μ’; μας έλεγε με μια μικρή δόση πίκρας εκείνη. Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία, βαστάει πέννα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, συνέχιζε μετά αναστενάζοντας κι απαγγέλλοντας ρυθμικά.
- Όχ’ πέννα και χαρτί, μάνα, σακούλ’ βαστάει κι έχ’ μέσα δώρα, μάνα, της φωνάζαμε εμείς κι αρχίζαμε τις διαμαρτυρίες σα να ’φταιγε αυτή που εμάς δε μας θυμόταν ποτέ ο Άγιος Βασίλειος κι ίσως να μην ήξερε καν αν υπάρχουμε.
- Ελάτε εδώ, μας έπαιρνε εκείνη με το καλό και μας συγκέντρωνε γύρω της. Αύριο που ’ναι πρωτοχρονιά θα σας φκιάσω εγώ μπουκοβάλα. Απόψε θα ετοιμάσουμ’ και λίγα μπουμπάρια π’ μας περίσσεψαν, θα τα βάλουμ’ στ’ μεγάλ’ τ’ τέψα κι στο χαλκωματένιο νταβά και θα τα ρίξουμ’ στο φούρνο μπονόρα. Θα σας φκιάσω να φάτε και γιαπράκια, θα φκιάσουμ’ και τσ’γαρίδες για το χειμώνα και θα κόψουμ’ μετά τ’ μπουκοβάλα. Και θα να ’χ’ μέσα φλουρί. Κι όποιος είναι τυχερός, θα να ’ρθ’ ταχιά ο Άη Βασίλ’ς και θα τ’ φέρ’ αυτ’νού δώρα.
- Βασιλόπ’τα, μάνα, να μας φκιάσεις, όχ’ μπουκοβάλα, διαμαρτυρόμασταν και προβάλλαμε παράλογες απαιτήσεις.
- Βασιλόπ’τα; Βασιλόπ’τα, καμάρια μ’, τρώνε τα βασιλόπ’λα, αμυνόταν εκείνη.
- Τρώει κι ο Βασιλάκ’ς τ’ς Κακωβάγκιως, μάνα, επιμέναμε εμείς.
- Ε, αυτόν τον λιένε Βασίλ’. Και μετά η Κακωβάγκιω έχ’ τα καλούδια ούλα, ιμείς τι έχουμ’; Άμα κιρδίσ’ το λαχείο ο πατέρας σας, τότε θα γίνουμ’ κι ιμείς σαν τ’ Κακωβάγκιω κι θ’ αγοράσουμ’ σπίτ’ στ’ν Αθήνα κι θα ζούμε σαν το βασιλιά κι θα φκιάνουμ’ βασιλόπ’τες κι θα να ’χ’τε ό,τι αγαπάει η ψυχούλα σας, άιντε τώρα, τραβάτε να παίξ’τε κι ελάτε το βράδ’ να φκιάσουμ’ τα μπουμπάρια, μας καλόπαιρνε η μάνα κι έσταζε μέλι η ζεστή της φωνή, που έβγαζε όλο τον πόνο της ψυχής της κι όλη της την αγάπη για τα παιδιά της, που ήθελαν να χαρούν τα δώρα του Άη Βασίλη και να γευτούν τις νοστιμιές της πρωτοχρονιάς, αλλά τέτοιες τιμές η ζωή δεν τους έκανε.
Μυσταγωγία το βράδυ πάνω απ’ το ξύλινο σκαφίδι που ανακάτευε τα υλικά για τα μπουμπάρια η μάνα. Κι όταν τα τέλειωνε και τα ’βαζε κυκλικά στην τέψα και στον νταβά, μας ερχόταν να ορμήσουμε πάνω τους και να τα καταβροχθίσουμε ωμά, έτσι που ήταν ξερή και μαραζωμένη η κοιλιά μας, σαράντα μέρες νηστεία, Παρασκευές και Τετάρτες ούτε λαδάκι.
Πήγαινε του σκοτωμού τα χαράματα στα πρόβατα και στις γελάδες, άρμεγε, καθάριζε τα καλύβια, τα ’βγαζε στη βοσκή, συγύριζε στα πεταχτά και, πριν χτυπήσει ακόμη η καμπάνα, επέστρεφε σπίτι. Άναβε τη γωνιά, έχωνε στη φωτιά μια αγκαλιά ξύλα, έπαιρνε το τσεκούρι και λιάνιζε το χοιρινό για τα γιαπράκια. Δεκάδες μπαλίτσες στριμώχνονταν στην κοιλιά του μαύρου μας τέντζερη, που στεκόταν περήφανος πάνω στην πυροστιά, με το καπάκι του να δυσφορεί κάτω από το βάρος μιας πέτρας που του φόρτωνε η μάνα, για να μην πετάγονται τα ζουμιά πέρα και να μη βρίσκουν διέξοδο τα γιαπράκια να φύγουν, την ώρα που κόχλαζε για καλά το νερό και δεν κρατιόταν με τίποτε ο ατμός.
Ύστερα γέμιζε με καυτό νερό το σκαφίδι κι έριχνε μέσα καλαμποκίσιο αλεύρι, λίγο βούτυρο να νοστιμίσει και λίγη ζάχαρη να γλυκάνει. Το ανακάτωνε κάμποσην ώρα με την ξύλινη την κουτάλα και το ’βαζε στα ταψιά, φτιάχνοντας κι έναν πρόχειρο πάνω – πάνω σταυρό με το χέρι της. Κι από εκεί κατευθείαν για το φούρνο.
- Έτοιμ’ κι η μπουκοβάλα, μας καθησύχαζε. Οι τσ’γαρίδες ας μείνουν για το δειλ’νάκ’. Αν προλάβουμ’. Αλλιώς, ας είναι κι αύριο.
Το μεσημέρι μαζευτήκαμε όλη η οικογένεια στο καλύβι μας, γύρω απ’ το μεγάλο σοφρά που τον είχαμε για μέρες γιορτινές και χρονιάρες. Κένωσε η μάνα στα πιάτα γιαπράκια, δύο στα μικρότερα, τρία στα μεγαλύτερα, στον πατέρα πεντέξι, έβαλε στη μέση του σοφρά και το ταψί όπως το ’βγαλε απ’ το φούρνο γεμάτο μπουμπάρια, έβγαλε το χριστόψωμο κι έδωσε στον πατέρα το μεγάλο μαχαίρι να το κόψει εκείνος, στάθηκε πάνω απ’ τα κεφάλια μας όρθια και κοίταξε αν είναι όλα εντάξει κι ύστερα, κάνοντας το σταυρό της, κάλεσε να ’ρθει μαζί μας να φάει κι ο Χριστός, που γεννήθηκε τα μεσάνυχτα, πριν μια βδομάδα, σ’ ένα καλύβι κάπου εκεί πέρα στη Βηθλεέμ.
- Έλα κι εσύ Χριστούλ’ να φάμε, γιαπράκια έχουμ’ σήμερα.
Φάγαμε. Καλύτερα απ’ τις προηγούμενες μέρες. Και κάναμε ξανά το σταυρό μας. Άδειασε ύστερα το σοφρά κι έφερε τ’ άλλο ταψί με τη μπουκοβάλα. Τα μάτια μας «χύθηκαν» πάνω της. Άχνιζε ακόμα το ψημένο καλαμποκίσιο ζυμάρι και σαγήνευε τα ρουθούνια μας με το βούτυρο και τη ζάχαρη. Πήρε το μαχαίρι ο πατέρας, ψιθύρισε γελαστός και χαρούμενος «εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος», το σταύρωσε και το κομμάτιασε. Τ’ ανακάτωσε ύστερα η μάνα και το μοίρασε, δίνοντας στο Χριστό που ’λειπε το πρώτο κομμάτι.
Και που μου ’πεσε το φλουρί, μια τρύπια δεκάρα απ’ τις πολλές που πετάγονταν άχρηστες όπου να ’ναι, αυτό ούτε εμένα ενθουσίασε ούτε τους άλλους ενόχλησε. Γιατί ήταν βέβαιο πως ο Άγιος Βασίλης, όπως το ’χε συνήθειο, θα ξεχνούσε και μένα, όπως ξέχασε και τ’ άλλα τ’ αδέρφια μου που τους έτυχε η τρύπια δεκάρα τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά, λέω, δεν πάω μέχρι την Κακωβάγιω, τώρα που θα ’χουν αποφάει, να δω τι κάνουν κι αυτοί οι χριστιανοί, σόι μας ήταν, αίμα μας, δεν είναι καλό, χρονιάρες μέρες, να ξεκόβουν τα σόια και να μη σκέφτεται ο ένας τον άλλον. Κούλια από πέτρα το σπίτι τους, στρωμένο ακόμη στο κατώι το τραπέζι τους με τ’ άσπρο μεσάλι, όλοι εκεί καθισμένοι στις ψάθινές τους καρέκλες.
- Καλώς το Γιαννάκ’, χρόνια πολλά Γιαννάκ’, με καλοδέχτηκαν.
Χαμογέλασα και κοίταξα το τραπέζι τους, όπου δέσποζε η βασιλόπιτα του ξάδερφου του Βασίλη, μ’ ένα στρώμα ζάχαρη άχνη πάνω της κι ένα σταυρό από σοκολάτα.
- Έλα, έλα, Γιαννάκ’, να, πάρε κι εσύ ένα κομματάκ’ βασιλόπ’τα, πάρε και λίγο καθάριο ψωμάκ’, μου φώναξε η Κακωβάγκιω και μου τα ’χωσε στα χεράκια μου, ίσως και βιαστική, γιατί μπορεί σε λίγο να ’θελε να κοιμηθεί ο Βασιλάκης.
Τα πήρα, έγλειψα και τα δάχτυλά μου. Αλλά κάτι μ’ έπιασε ύστερα κι ήθελα κι άλλο να μείνω μαζί τους.
- Σ’ άρεσε, Γιαννάκ’; με ρώτησε εκείνη.
- Ου, έκανα εγώ. Και συμπλήρωσα κάπως με νόημα: Ψωμί καθάριο, πίτα γλυκιά, τι φαΐ τα κάνω!
Κατάλαβε. Και συμπλήρωσε τώρα κι αυτή τη μικρή δωρεά της μ’ άλλα κομμάτια και ψωμάκι καθάριο. Οι άλλοι στο σπίτι έφαγαν μπουκοβάλα και δόξασαν και το θεό. Εγώ, μιας και ο Άγιος Βασίλης μας ξεχνούσε αδιαλείπτως και δεν πέρναγε απ’ τα μέρη μας, δεν ξέχασα τον ξάδερφο το Βασίλη που γιόρταζε και το σόι μας, ένα αίμα, και τη θείτσα μου Βάγκιω. Και πέρασα, έτσι από περιέργεια, να δω αν κι εκείνη τη χρονιά είχε φτιάξει, όπως το συνήθιζε πάντα, για το παιδί την καθιερωμένη πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα.