Οι Λαμπράκηδες
Από το βιβλίο «Πηγάδια και Πήγασοι – Αφηγήματα της δραχμούλας»
Αντί αφιερώματος στα 39 χρόνια απ’ την εξέγερση του Πολυτεχνείου
Από Λαμπράκηδες άλλο καλό το χωριό. Μικροί και μεγάλοι θα ξεπέρναγαν τους δεκαπέντε. Και σχεδόν όλοι τους αγαπητοί και φρόνιμοι, αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, στην οικογένεια και στα εθνικά ιδεώδη. Ήταν ο μπάρμπα Λαμπράκης ο Τσολιάς, που πολύ του άρεσε το ουζάκι και το ’πινε κι έφερνε γύρω στα κοντινά χωριά με το γαϊδουράκι του και πουλούσε διάφορα λαχανικά και συχνά φώναζε «έχω και ολίγες ντομάτες». Ήταν ο μπάρμπα Λαμπράκης ο ψαράς, που του χαλούσαμε την ησυχία, όταν τον βρίσκαμε να κάθεται σούζα δίπλα στο αυλάκι με τον πεζόβολο στο χέρι, έτοιμο σε κάθε κίνηση ψαριού να τον πετάξει μέσα.
Ο μπάρμπα Λαμπράκης ο Βλάχος, που δεν την άντεξε άλλο τη φτώχεια και πήρε τα μάτια του κι έφυγε για τη Γερμανία κι άφησε πίσω την κάκω Ρίνα με έξι παιδιά.
Ο Λαμπράκ’ς τ’ς κάκω Γιωργούλας, λίγο πιο μεγάλος από εμάς, που έφυγε κι αυτός λίγο αργότερα για τη Γερμανία και πήρε γυναίκα από αλλού κι από τότε τον έβλεπε αραιά και πού η μάνα του. Τώρα μου φαίνεται πως έπαψεν εντελώς πια να ’ρχεται. Ο μπάρμπα Λαμπράκης ο τσαγκάρης, που ’φυγε κι αυτός για τη Γερμανία κι άφησε στην πίκρα και την ανημπόρια χωμένη τη γυναίκα του τη Λουΐζα. Παντρεύτηκαν τα δυο του παιδιά, πέθανε η γυναίκα του, παντρεύτηκε, ποιος ξέρει τι άλλο έκανε, αυτός άλλη γυναίκα στη Γερμανία, το χωριό πάντως δεν τον ξανάιδε από τότε που έφυγε.
Στην παρέα μας βέβαια Λαμπράκης δεν υπήρχε. Καμιά φορά ερχόταν μαζί μας ο Μπάκιας ο συμμαθητής μας απ’ το Δημοτικό, αλλά αυτός δε συνέχισε μετά το Γυμνάσιο, έμεινε στο χωριό κι ασχολήθηκε με όλα τ’ άλλα, εκτός απ’ το διάβασμα και τα γράμματα. Μοντέρνα παιδιά εμείς τότε, με παρδαλά παντελόνια και μπλουζάκια περίεργα, μαζεύαμε από ένα ταλιράκι κι αγοράζαμε απ’ τον Τσιρώνη δίσκους και τους βάζαμε στο πικάπ του Θάκια, που του το ’χε φέρει ο αδερφός του ο Μάνθος απ’ τη Γερμανία, ακούγαμε μοντέρνους ρυθμούς από ελληνικά και ξένα συγκροτήματα, γεμίζαμε τα τετράδια και τα βιβλία μας με ξένους τίτλους κι ονόματα, οι Olympians, οι Charms, οι Up Tight, οι Sounds – ελληνικά συγκροτήματα αυτά – οι Rolling Stones, οι Led Zeppelin, οι Black Sabbath, οι Deep Purle, ο Jimmy Hendrix – ξένοι αυτοί – μαθαίναμε και κανέναν στίχο απέξω για να τον λέμε σε καμιά κοπέλα ή να τον γράφουμε στα λευκώματα που κυκλοφορούσαν και να κάνουμε εντύπωση, έπαιρναν τα μυαλά μας αέρα και νομίζαμε πως κάποιοι είμαστε μέσα στο χωριό, μας πλησίαζαν και τ’ άλλα παιδιά κι ήθελαν την παρέα μας, μας πλησίαζε περισσότερο ο Μπάκιας, που αγάπαγε τότε τη Βούλα και τον Αλ Μπάνο κι είχε αγοράσει κι αυτός ένα κασετόφωνο κι έβαζε δυνατά, πρωί κι απόγευμα, το Io di notte κι ας μην τ’ άκουγε η Βούλα κι ας μην καταλάβαινε κι αυτός τι ήθελε με το Io di notte να πει ο Αλ Μπάνο, σημασία είχε τι ένιωθε εκείνη την ώρα ο Μπάκιας, έξι παιδιά, εφτά, καμιά φορά μπορεί και πιο πάνω, αλωνίζαμε το χωριό και φωνάζαμε δυνατά κι έβγαιναν στα παράθυρα και τις πόρτες τους οι γυναίκες και κοιτούσαν παράξενα, αλλά τον Μπάκια ποτέ Λαμπράκη δεν τον είπαμε ούτε εμείς, μήτε και κανένας άλλος από το σπίτι του και τους συγγενείς του.
Ήταν τότε δικτατορία. Δευτέρα Γυμνασίου ήμασταν όταν, 21 Απριλίου του 1967, έκλεισε για μια – δυο μέρες το σχολείο και κλείνονταν κι οι άνθρωποι σπίτια τους μετά την δύσιν του ηλίου κι έπαιζε το ραδιόφωνο εμβατήρια και περνούσαν των εχθρών τα φουσάτα και περνούσε ο στρατός της Ελλάδος φρουρός και περνούσαμε απ’ την πλατεία κι εμείς και μας κοίταγαν μ’ άγριο το μάτι τους κάποιοι και κουνούσανε το κεφάλι τους και τα δόντια τους έσφιγγαν, γιατί δε συμμορφωνόμασταν προς τας υποδείξεις και συστήναμε ομάδες άνω των δύο ατόμων, αλλά εμείς το βιολί μας, κλαρίνα και σκοπούς της υπαίθρου τα ραδιόφωνα, ηλεκτρικές κιθάρες και pop και rock κι εγγλέζικα λόγια το πικάπ του Θάκια, δεμένη η παρέα κι αδιάσπαστη, αντιστεκότανε, χωρίς κι η ίδια να ξέρει, και την πλάτη της γύριζε σ’ ό,τι της φαινότανε ανόητο κι αταίριαστο με τους καιρούς της και τα φώτα που φώτιζαν μέσα της, έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τ’ αφήσουμε, λέγανε οι άλλοι, έτσι μας τα δίνετε, μα έτσι δε θα πάνε, λέγαμε κάπως εμείς, στα ίδια βήματα πελαγωμένοι εκείνοι, σ’ άλλα κύματα θαλασσωμένοι εμείς. Μύλος!
Κι ήταν κάποιες φορές που στεκότανε στη χαμηλή πόρτα του καφενείου του μπάρμπα Χρήστου ο πατέρας μου, θερμός υποστηριχτής του συστήματος κι ανήσυχος πάντα για τη τύχη του έθνους και το μέλλον του τόπου. Διασχίζαμε εμείς την πλατεία, απογεύματα του Σαββάτου, πότε μπουλούκι, πότε σε μια σειρά, κουβεντιάζαμε, διάφορα λέγαμε κι αδιάφορα, αλλά προσέχαμε και τον πατέρα μου και λέγαμε αμάν να περάσουμε χωρίς να μας πετάξει κανένα πείραγμα εκείνος. Αλλά πού!
- Περάν’ οι Λαμπράκ’δες, φώναζε εκείνος και ξαναφώναζε, μην τυχόν και κάποιος δεν τ’ άκουσεν από εμάς κι απ’ τους άλλους που βρίσκονταν εκεί γύρω.
Κοιταζόμασταν παράξενα εμείς, αλλά τσιμουδιά. Λαμπράκης πουθενά στην παρέα μας. Κι ο Μπάκιας να ’ταν μαζί μας, και πάλι αυτόν ποτέ Λαμπράκη δεν τον φωνάξαμε. Έβαζα με το μυαλό μου αγωνιώντας να βρω για ποιον ή για ποιους Λαμπράκηδες έκανε λόγο ο πατέρας μου και τι κακό είχαν κάνει αυτοί. Κι άρχισα, μάλιστα, ν’ αμφιβάλλω περισσότερο για τον Λαμπράκη της κάκω Γιωργούλας, όχι πως είχε κάνει τίποτε κακό ο άνθρωπος, αλλά επειδή αυτός πιο πολύ βρισκόταν σε μιαν ηλικία που μπορεί να έβρισε, φέρ’ ειπείν, κάποιον ή να τα ’χε φτιαγμένα με κανένα κορίτσι ή ν’ άκουγε κι αυτός, αν και απίθανο, τίποτε ξένα τραγούδια.
Έλεγε βέβαια κι άλλα ο πατέρας μου και δεν άφηνε ποτέ ευκαιρία να πάει χαμένη σαν πέφταμε επάνω του. Θεωρία για τα μαθήματα, θεωρία για το δημοσιοϋπαλληλίκι, θεωρία για το τσιγάρο, θεωρία για όλα. Μα πιο πολύ θεωρία για την «επανάστασις», έτσι έγινε με την «επανάστασις», τέτοια γίνονταν πριν την «επανάστασις», αυτά κερδίσαμε με την «επανάστασις», σώθηκε η Ελλάδα με την «επανάστασις»… και τελειωμό δεν είχε! Μπορεί και μιαν ολόκληρη ώρα να ’λεγε αυτός κι εμείς ν’ ακούγαμε όρθιοι και να μη βγάζαμε άχνα. Αν ερχόταν κανένα παιδί στο σπίτι κι άκουγε τη φωνή του, άλλαζεν επιμελώς δρόμο. Κι αν βγαίνοντας από κανένα στενό τον βλέπαμε να ’ρχεται κατά πάνω μας με τα χέρια του πίσω,
- Ωχ! αναστέναζαν τα παιδιά. Ο πατέρας σ’, μου ψιθύριζαν έντρομα, λες κι έφταιγα εγώ!
Γιατί, σα να τον χτύπαγε ηλεκτρικό ρεύμα, μόλις μας έπαιρνε μυρουδιά, ποτέ δεν παρέλειπε, αφού στεκόταν ακίνητος με τα χέρια του πίσω και μας περιεργαζόταν απ’ την κορφή ως τα νύχια, να μας φωνάξει δαιμονικά και με φωνή που τίποτε άλλο μέσα της από ειρωνεία δεν είχε:
- Καλώς τ’ς Λαμπράκ’δες. Για πού το ’βαλατ’, ορέ Λαμπράκ’δες;
Ποιος να μιλήσει; Και τι ήξερε να πει;
Πολύν καιρό παίδευα το μυαλό μου, τι είναι ετούτοι εδώ οι Λαμπράκ’δες που μας κόλλησεν ο πατέρας μου. Κι απ’ το μυαλό μου δεν έφευγε ο Λαμπράκ’ς τ’ς κάκω Γιωργούλας. Κι άρχισα μετά να τον προσέχω πολύ και να ψάχνω να βρω πάνω του τι ήταν εκείνο που τον ξεχώριζεν απ’ τους άλλους και μας παίδευε κι εμάς και δε μας άφηνε σε ησυχία ο πατέρας μου. Και διαπίστωσα πως όντως διέφερε κάπως απ’ τους συνομήλικούς του ο Λαμπράκης. Είχε μαλλιά και φαβορίτες. Και πρόσωπο κόκκινο και στρογγυλό. Και περπατούσε σα μάγκας. Και πολλά πάρε – δώσε με τους άλλους δεν είχε. Και πήγαινε συχνά στ’ άλλα χωριά. Και το μυαλό του στην ξενιτιά το ’χε. Κι έκατσε μετά στο μυαλό μου πως όλα τούτα τα πειράγματα του πατέρα μου περί Λαμπράκηδων και τα τοιαύτα απέβλεπαν στο να μας αποτρέψουν από το να γίνουμε σαν τον Λαμπράκη της κάκω Γιωργούλας.
Πέρασαν τα χρόνια, τελειώσαμε το γυμνάσιο, ανατρέψαμε κι εμείς, με τις λίγες δυνάμεις του ο καθένας, την «επανάστασις», αποκαταστήσαμε τη δημοκρατία, ανοίξαμε τα μάτια μας και, ανάμεσα σε τόσα άλλα, μάθαμε επιτέλους πως, μέσα στα δύσκολα χρόνια της χούντας και μέσα σ’ ένα χωριό που περίσσευε η εθνικοφροσύνη, είχαμε την τιμή να ανήκουμε, κατά τον πατέρα μου, χωρίς να ξέρουμε και χωρίς καν να υποπτευόμαστε τίποτε από αυτά τα πράγματα, στη νεολαία Λαμπράκη. Όχι του Λαμπράκη της κάκω Γιωργούλας, αλλά του Γρηγόρη Λαμπράκη!