Γερμανικές Οφειλές: Ο λήθαργος της υποταγής και η αλήθεια της διεκδίκησης
«Ο λαός που τσακίζεται από την υπέρμετρη βία για μία στιγμή, δεν είναι ακόμη σκλάβος. Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά δέχεται τη σκλαβιά. (…) Όχι! Κανένα είδος συμβιβασμό, κανένα είδος μοιρολατρία δεν αποδέχεται ο λαός ο ελληνικός». Δημήτρης Γληνός, «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», 1942.
Το ζήτημα της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών, ένα ζήτημα που ενώνει και συνεγείρει, όσο τίποτε άλλο, τους Έλληνες βρίσκεται σε μία εξαιρετικά κρίσιμη καμπή. Εβδομήντα χρόνια μετά τη Διάσκεψη των Παρισίων και μετά από πληθώρα λαθών και μακρά περίοδο αδράνειας έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι.
Το δίλημμα είναι σαφές: ή θα προχωρήσουμε αποφασιστικά με ένα καλά σχεδιασμένο χρονοδιάγραμμα ενεργειών, χωρίς όμως άλλη κωλυσιεργία και αναβλητικότητα, για να κλιμακώσουμε την πίεση στην γερμανική κυβέρνηση ώστε να αναζητηθεί πολιτική λύση στο ζήτημα κι αν αυτό δεν καταστεί δυνατόν να προχωρήσουμε σε στοχευμένες νομικές διαδικασίες ή θα εγκλωβιστούμε σε μια συζήτηση χωρίς τέλος, που μας απομακρύνει περαιτέρω από τον στόχο μας.
Με άλλα λόγια το δίλημμα είναι: μεθοδική και αποφασιστική διεκδίκηση ή ατέρμονη και ακίνδυνη για τη Γερμανία συζήτηση;
Ας μην ξεχνάμε ότι η βασική στρατηγική της μεταπολεμικής Γερμανίας είναι η προσπάθεια να κερδίσει χρόνο, μεταθέτοντας στο μέλλον την επίλυση του ζητήματος, με σαφή επιδίωξη τον ενταφιασμό του. Αξιοποιώντας τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1953, που όμως κάθε άλλο παρά απαγόρευε την κοινή συναινέσει διευθέτηση του ζητήματος, αλλά αντίθετα έθετε ένα απώτατο όριο (την επανένωση της Γερμανίας και τη σύναψη συνθήκης ειρήνης) για την υποχρεωτική του επίλυση, οι μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις «κέρδισαν» τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες, καθώς οι ποικίλες προσπάθειες που αναπτύχθηκαν την περίοδο εκείνη, κυρίως από την πλευρά των συλλόγων των θυμάτων, προσέκρουαν στην αρνητική στάση των Γερμανών. Και μπορεί το τείχος του Βερολίνου να έπεσε το 1989 και η Γερμανία να επανενώθηκε το 1990, το τείχος όμως της γερμανικής αδιαλλαξίας παραμένει συμπαγές. Επί 25 χρόνια μετά τη Συνθήκη της Μόσχας, η Γερμανία πετάει τη μπάλα συνεχώς στην εξέδρα καταφεύγοντας σε ανυπόστατους, νόμω και ουσία, ισχυρισμούς και αβάσιμα επιχειρήματα.
«Πολύ νωρίς» ή «πολύ αργά»;
Μέχρι το 1990 η Γερμανία ισχυριζόταν ότι ήταν «πολύ νωρίς» για τη διευθέτηση του ζητήματος, καθώς δεν είχε υπογραφεί ακόμη η Συνθήκη Ειρήνης, που προέβλεπε η Συνθήκη του Λονδίνου. Μετά την επανένωση της Γερμανίας (31.8.1990) δήλωνε ότι «είναι πολύ αργά» (!) καθώς είχε, δήθεν, αποδυναμωθεί το δικαίωμα αποζημιώσεων και επανορθώσεων λόγω παρέλευσης μεγάλου διαστήματος (νομικός ισχυρισμός της «αχρησίας» – “non usus”) από την πραγματοποίηση των απαράγραπτων, όμως, εγκλημάτων. Σε κάποιες δε περιπτώσεις οι γερμανικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις επικαλούνταν τη μη σύναψη Συνθήκης Ειρήνης (μη αναγνωρίζοντας ως Συνθήκη Ειρήνης τη Συνθήκη «2+4», που υπεγράφη στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 1990), ενώ άλλες φορές δήλωναν ότι η έλλειψη αναφοράς στη Συνθήκη της Μόσχας κλείνει οριστικά το ζήτημα! Στο ενδιάμεσο διακινούσαν εντέχνως φήμες ότι, δήθεν, η «η Ελλάδα έχει αποζημιωθεί» ή ότι, τάχα, «η Ελλάδα έχει παραιτηθεί» των αξιώσεών της, χωρίς όμως να παρέχεται η παραμικρή τεκμηρίωση των ανυπόστατων αυτών ισχυρισμών. Κι όποτε στριμώχθηκε δικαστικά (δίκες για την αποζημίωση των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας) η Γερμανία οχυρώθηκε πίσω από την απόλυτη εφαρμογή της ετεροδικίας, χωρίς εξαίρεση ούτε για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Αντί η πολλαπλώς ευεργετηθείσα δημοκρατική Γερμανία να προσέλθει οικειοθελώς σε διάλογο για τις πολεμικές επανορθώσεις αλλά και να συνδράμει στην τιμωρία των υπευθύνων των ναζιστικών εγκλημάτων, εκμεταλλεύτηκε την εθνικά επιζήμια, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συμπεριφορά των μετακατοχικών ελληνικών κυβερνήσεων και τήρησε μία μονομερή, προκλητικά αδιάλλακτη και ενάντια στις ευρωπαϊκές και διεθνείς της υποχρεώσεις συμπεριφορά εις βάρος μας.
Εθνική στρατηγική διεκδίκησης το ζητούμενο
Ο απολογισμός της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, η σύσταση της οποίας αποτέλεσε επίμονο αίτημα του Εθνικού Συμβουλίου, μετά από τρία χρόνια λειτουργίας της είναιφτωχός: πόρισμα δεν έχει μέχρι σήμερα κατατεθεί ενώ η Επιτροπή έχει περιοριστεί σε ρόλο ατέρμονης ενημέρωσης των Βουλευτών κι όχι διεκδίκησης, κίνδυνο που έχει επισημάνει ο Μανώλης Γλέζος από τον Απρίλιο του 2014. Το κεντρικό ζητούμενο να υπάρξει επίσημη αποστολή του ελληνικού Κοινοβουλίου που θα φέρει το ζήτημα στα Κοινοβούλια και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ευρωπαϊκών χωρών, αρχής γενομένης από τη Γερμανία, δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί, αν και η πρόσφατη κοινή συνεδρίαση Κοινοβουλευτικής Επιτροπής και Εθνικού Συμβουλίου είχε αισιόδοξα, υπό προϋποθέσεις, μηνύματα. Η κυβέρνηση, πιασμένη στη μέγγενη του μνημονίου και του μεταναστευτικού, αναβάλλει την ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, παρά τις ρητές της δεσμεύσεις, βαδίζοντας σ’ ένα γνώριμο, για τις ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά, δρόμο αδράνειας και μοιρολατρίας. Και ο καιρός περνάει, τα σύμβολα της Εθνικής μας Αντίστασης φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο (δυσαναπλήρωτη η απώλεια του Ευάγγελου Μαχαίρα) και η θυσία του λαού μας παραμένει αδικαίωτη, ενώ ο Φούχτελ και οι συν αυτώ αλωνίζουν την Ελλάδα και οι υποτελείς και οι ιδιοτελείς … «πάνε Ταμείο …για το Μέλλον».
Για την κινητοποίηση του συνόλου των δυνάμεων της πατρίδας και την αποτελεσματική οργάνωση του αγώνα είναι αναγκαία, όσο ποτέ άλλοτε, η ενότητα του λαού και η χάραξη εθνικής στρατηγικής. Η επίδοση ρηματικής διακοίνωσης, η εκτέλεση των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων (με την επιλογή της πλέον πρόσφορης οδού), η προετοιμασία για την δικαστική διεκδίκηση του συνόλου των αξιώσεών μας, η έγερση του ζητήματος στο Συμβούλιο της Ευρώπης, τον ΟΗΕ και σε άλλα κατάλληλα fora, η περαιτέρω ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στη Γερμανία σε συνδυασμό με την υπεράσπιση και ανάδειξη της πραγματικής ιστορίας της Κατοχής και της Αντίστασης και την εισαγωγή της στην εκπαίδευση με ολοκληρωμένο τρόπο αποτελούν βασικούς σταθμούς ενός οδικού χάρτη διεκδίκησης.
Είκοσι και πλέον χρόνια μετά την επίδοση ρηματικής διακοίνωσης από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (14.11.1995), που έδωσε ώθηση στο ζήτημα χωρίς όμως ουσιαστική συνέχεια από τις επόμενες κυβερνήσεις, τα περιθώρια έχουν στενέψει και η ανοχή μας έχει στερέψει! Ο λαός μας, από κοινού με πολυάριθμους Γερμανούς δημοκράτες, αγωνίζεται και διεκδικεί το δικαίωμά του στη μνήμη, στην ιστορία, στην αποκατάσταση, στη δικαιοσύνη και απαιτεί ανάλογη στάση από το πολιτικό σύστημα. Απέναντι στον λήθαργο της αδράνειας και της υποταγής είναι καιρός να προτάξουμε την αλήθεια της διεκδίκησης. Απέναντι στον ιστορικό αναθεωρητισμό και σε όσους επιμένουν να θεωρούν μάταια την αντίσταση των λαών στους ισχυρούς, το παράδειγμα και το αγωνιστικό ήθος της ΕΠΟΝ μας δείχνει το δρόμο της ελπίδας, του αγώνα και της νίκης.